Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀμῑσής

См. также в других словарях:

  • αμισής — ἀμισής, ές (Α) αυτός που δεν είναι μισητός ή δυσάρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μισὴς < μῖσος. ΠΑΡ. αρχ. ἀμισία] …   Dictionary of Greek

  • ἀμισῆ — ἀμισής not hateful neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμισής not hateful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμισής not hateful masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμισεῖς — ἀμισής not hateful masc/fem acc pl ἀμισής not hateful masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμισές — ἀμισής not hateful masc/fem voc sg ἀμισής not hateful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμισοῦς — ἀμισής not hateful masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμισέας — ἀμισής not hateful masc/fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμισέστερα — ἀμισής not hateful neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμισέων — ἀμισής not hateful masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμισῶς — ἀμισής not hateful adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμισία — ἀμισία, η (Α) [ἀμισής] έλλειψη μίσους, έχθρας …   Dictionary of Greek

  • μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»