-
1 αμισώς
-
2 ἀμισῶς
См. также в других словарях:
ἀμισῶς — ἀμισής not hateful adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αμισώς
2 ἀμισῶς
ἀμισῶς — ἀμισής not hateful adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)