-
1 αμισης
-
2 ἀμισής
ἀμῑσής, ές, -
3 ἀμῑσής
-
4 αμισή
ἀμισήςnot hateful: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀμισήςnot hateful: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἀμισήςnot hateful: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
5 ἀμισῆ
ἀμισήςnot hateful: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ἀμισήςnot hateful: masc /fem /neut nom /voc /acc dual (doric aeolic)ἀμισήςnot hateful: masc /fem acc sg (attic epic doric) -
6 αμισείς
-
7 ἀμισεῖς
-
8 αμισές
-
9 ἀμισές
-
10 αμισούς
-
11 ἀμισοῦς
-
12 αμισώς
-
13 ἀμισῶς
-
14 αμισέας
-
15 ἀμισέας
-
16 αμισέστερα
-
17 ἀμισέστερα
-
18 αμισέων
-
19 ἀμισέων
См. также в других словарях:
αμισής — ἀμισής, ές (Α) αυτός που δεν είναι μισητός ή δυσάρεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μισὴς < μῖσος. ΠΑΡ. αρχ. ἀμισία] … Dictionary of Greek
ἀμισῆ — ἀμισής not hateful neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀμισής not hateful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀμισής not hateful masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμισεῖς — ἀμισής not hateful masc/fem acc pl ἀμισής not hateful masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμισές — ἀμισής not hateful masc/fem voc sg ἀμισής not hateful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμισοῦς — ἀμισής not hateful masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμισέας — ἀμισής not hateful masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμισέστερα — ἀμισής not hateful neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμισέων — ἀμισής not hateful masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμισῶς — ἀμισής not hateful adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμισία — ἀμισία, η (Α) [ἀμισής] έλλειψη μίσους, έχθρας … Dictionary of Greek
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek