-
1 μισής
μῑσῆς, μισέωhate: pres ind act 2nd sg (doric)——————μῑσῇς, μισέωhate: pres subj act 2nd sg -
2 μισῆς
Βλ. λ. μισής -
3 μισῇς
Βλ. λ. μισής -
4 Μίσης
Μίσαfem gen sg (attic epic ionic) -
5 μίσης
μί̱σης, μισέωhate: imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) -
6 παντο-μῑσής
παντο-μῑσής, ές, allverhaßt; κνώδαλα, Aesch. Eum. 614; Ios.
-
7 πολυ-μῑσής
πολυ-μῑσής, ές, viel gehaßt, Luc. Pisc. 20.
-
8 θεο-μῑσής
-
9 ἀξιο-μῑσής
ἀξιο-μῑσής, ές (μῖσος), hassenswürdig, Dio Cass. 75, 2l.
-
10 ἀ-μῑσής
ἀ-μῑσής, ές (μῖσος), nicht verhaßt, ἀμισέστερα τῷ ἵππῳ, dem Pferde weniger unangenehm, Xen. Equ. 8, 9; Plut. ed. lib. 14. – Adv., Phil.
-
11 αμισης
-
12 θεομισης
-
13 παντομισης
-
14 πολυμισης
-
15 θεομισής
θεο-μῑσής, ές,A hated by the gods, opp. θεοφιλής, Pl.Euthphr.7a, R. 612e, Them.Or.16.21ca: [comp] Sup. , Ph.1.653. Adv.- σῶς Poll.1.22
.II [voice] Act., hating God, Ar.Av. 1548 (ubi v. Sch.), Ph.2.597, Suid. ( θεομίσης v.l. in Ar.l.c.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεομισής
-
16 παντομισής
παντο-μῑσής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντομισής
-
17 πολυμισής
πολυ-μῑσής, ές,A much-hating, Luc.Pisc.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυμισής
-
18 φανερομισής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φανερομισής
-
19 ἀξιομισής
ἀξιο-μῑσής, ές,A worthy of hate, hateful, D.C.78.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀξιομισής
-
20 ἐργομίσης
A one who hates work, Hdn.Gr.2.685.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργομίσης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μισῆς — μῑσῆς , μισέω hate pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισῇς — μῑσῇς , μισέω hate pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μίσης — Μίσα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσης — μί̱σης , μισέω hate imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεομισής — θεομισής, ές (Α) 1. ο μισητός στους θεούς («ὁ θεοφιλής ἄνθρωπος ὅσιος, τὸ δέ θεομισὲς καὶ ὁ θεομισής ἀνόσιος», Πλάτ.) 2. αυτός που μισεί τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μισής (< μίσος), πρβλ. παντο μισής, φανερο μισής] … Dictionary of Greek
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek
παμμισής — παμμισής, ές (Α) γεμάτος μίσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + μισής (< μίσος), πρβλ. παντο μισής] … Dictionary of Greek
παντομισής — ές, ΜΑ ο πολύ μισητός από όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + μισής (< μῖσος), πρβλ. πολυ μισής] … Dictionary of Greek
πολυμισής — ές, Α αυτός που μισεί πολλά πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μισής (< μίσος), πρβλ. παντο μισής] … Dictionary of Greek
φανερομισής — ές,και φανερόμισος, ον, Α αυτός τού οποίου το μίσος για κάποιον ή για κάτι είναι έκδηλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φανερός + μισής / μισος (< μῖσος), πρβλ. θεο μισής] … Dictionary of Greek
ημίωρος — η, ο 1. αυτός που έχει διάρκεια μισής ώρας: Ημίωρη διακοπή της δουλειάς. 2. το ουδ. ως ουσ., ημίωρο μισή ώρα, χρονικό διάστημα μισής ώρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)