-
41 ἀτλησία
ἀτλησία· ἀμηχανία, ἀνυποστασία, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀτλησία
-
42 ἠπανᾳ̃
ἠπανᾳ̃Grammatical information: v.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Prob. connected with πανία `πλησμονή'; so with metr. length. for *ἀ-πανία (WP. 2, 8)? (But cf. σπανία `lack, shortage'.) DELG objects how η- can reflect an α- privans. Not with Fick 2, 42 to πῆ-μα, πη-ρός or with Curtius to πένομαι (with prefixal ἠ- after Prellwitz Glotta 19, 126).Page in Frisk: 1,638Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἠπανᾳ̃
См. также в других словарях:
ἀμηχανία — ἀμηχανίᾱ , ἀμηχανία want of means fem nom/voc/acc dual ἀμηχανίᾱ , ἀμηχανία want of means fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίᾳ — ἀμηχανίαι , ἀμηχανία want of means fem nom/voc pl ἀμηχανίᾱͅ , ἀμηχανία want of means fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμηχανία — η (Α ἀμηχανία) [ἀμήχανος] απορία, έλλειψη τρόπου για διέξοδο από δυσχέρειες, στενοχώρια νεοελλ. δυσχέρεια, αμφιβολία, ενδοιασμός αρχ. έλλειψη μέσων και τρόπων για την ικανοποίηση βιοτικών αναγκών, ένδεια … Dictionary of Greek
αμηχανία — η δύσκολη θέση, στενοχώρια, απορία: Αρκετό καιρό τώρα βρισκόταν σε μεγάλη αμηχανία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμηχανίας — ἀμηχανίᾱς , ἀμηχανία want of means fem acc pl ἀμηχανίᾱς , ἀμηχανία want of means fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίαι — ἀμηχανία want of means fem nom/voc pl ἀμηχανίᾱͅ , ἀμηχανία want of means fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίαν — ἀμηχανίᾱν , ἀμηχανία want of means fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανιῶν — ἀμηχανία want of means fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίαις — ἀμηχανία want of means fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίη — ἀμηχανία want of means fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίην — ἀμηχανία want of means fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)