-
1 πανία
πανίᾱ, πανίαfem nom /voc /acc dualπανίᾱ, πανίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)πᾱνία, πηνίονto/neut nom /voc /acc pl (doric) -
2 Πανία
Πανίᾱ, Πάνιοςfem nom /voc /acc dualΠανίᾱ, Πάνιοςfem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 πανία
-
4 Πανιά
Πανιάςfem voc sg -
5 Πάνια
Πά̱νια, Πάνιονtemple of Pan: neut nom /voc /acc plΠάνιοςneut nom /voc /acc pl -
6 πανίας
πανίᾱς, πανίαfem acc plπανίᾱς, πανίαfem gen sg (attic doric aeolic) -
7 Πανίας
Πανίᾱς, Πάνιοςfem acc plΠανίᾱς, Πάνιοςfem gen sg (attic doric aeolic) -
8 πανίαν
πανίᾱν, πανίαfem acc sg (attic doric aeolic) -
9 Πανίαν
Πανίᾱν, Πάνιοςfem acc sg (attic doric aeolic) -
10 ἠπανᾳ̃
ἠπανᾳ̃Grammatical information: v.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Prob. connected with πανία `πλησμονή'; so with metr. length. for *ἀ-πανία (WP. 2, 8)? (But cf. σπανία `lack, shortage'.) DELG objects how η- can reflect an α- privans. Not with Fick 2, 42 to πῆ-μα, πη-ρός or with Curtius to πένομαι (with prefixal ἠ- after Prellwitz Glotta 19, 126).Page in Frisk: 1,638Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἠπανᾳ̃
-
11 πανίον
-
12 πηνίον
A to/, [var] Dim. (in form) of πῆνος or πήνη, bobbin, spool (ἄτρακτος, εἰς ὃν εἰλεῖται ἡ κρόκη Hsch.
),π. ἐξέλκουσα παρὲκ μίτον Il.23.762
: pl.,τὰ τροχαῖα πανία AP6.288
(Leon.), cf. Thphr.HP6.4.5, AP6.285 (Nicarch.(?)); prob. in POxy.1740.6 (iii/iv A. D.).2 quill, IG22.1522.22. -
13 τροχαῖος
II τροχαῖος (sc. πούς), ὁ, a trochee or foot consisting of a long and a short syllable (also called χορεῖος), Pl.R. 400b, etc.; used in quick time, Arist.Rh. 1408b36, cf. Po. 1452b24, and v. τροχερός :—hence,2 in Music, οἱ σαλπικταὶ τροχαῖόν τι συμβοήσαντες playing a brisk march, D.C.56.22; τ. νόμος a tune in trochaic time, invented by Terpander, Plu.2.1132d, cf. Poll.4.65.4 τ. σημαντὸς ὁ ἐξ ὀκτασήμου θέσεως καὶ τετ ρασήμου ἄρσεως (<*> [pron. full] ¯ ¯ ) Aristid.Quint.1.16; τ. ἀπὸ ἰάμβου ([pron. full] ?τροχαῖοςX ¯ |[pron. full] ¯ ?τροχαῖοςX ¯ ?τροχαῖοςX ¯ ?τροχαῖοςX) ibid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τροχαῖος
См. также в других словарях:
πανία — πανίᾱ , πανία fem nom/voc/acc dual πανίᾱ , πανία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πᾱνία , πηνίον to/ neut nom/voc/acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πανία — Πανίᾱ , Πάνιος fem nom/voc/acc dual Πανίᾱ , Πάνιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνια — Το αρχαιότατο όνομα της Αρκαδίας της Πελοποννήσου. Το όνομα αυτό προέρχεται από εκείνο του θεού Πάνα. Π. λεγόταν και επίνειο της Κιλικίας στο Aλήιο πεδίο. Η θέση του δεν εξακριβώθηκε γιατί έχουν γίνει προσχώσεις στον θαλάσσιο χώρο. * * * τὰ, σπαν … Dictionary of Greek
πανία — Το αρχαιότατο όνομα της Αρκαδίας της Πελοποννήσου. Το όνομα αυτό προέρχεται από εκείνο του θεού Πάνα. Π. λεγόταν και επίνειο της Κιλικίας στο Aλήιο πεδίο. Η θέση του δεν εξακριβώθηκε γιατί έχουν γίνει προσχώσεις στον θαλάσσιο χώρο. * * * ἡ, Α… … Dictionary of Greek
Πανιά — Πανιάς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάνια — Πά̱νια , Πάνιον temple of Pan neut nom/voc/acc pl Πάνιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
πανίας — πανίᾱς , πανία fem acc pl πανίᾱς , πανία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανίαν — πανίᾱν , πανία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πανίας — Πανίᾱς , Πάνιος fem acc pl Πανίᾱς , Πάνιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πανίαν — Πανίᾱν , Πάνιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)