-
21 ἀμαχανίαν
-
22 αμηχανιών
-
23 ἀμηχανιῶν
-
24 αμηχανίαις
-
25 ἀμηχανίαις
-
26 αμηχανίηι
-
27 ἀμηχανίηι
-
28 αμηχανίηισι
-
29 ἀμηχανίηισι
-
30 αμηχανίηισιν
-
31 ἀμηχανίηισιν
-
32 αμηχανίην
-
33 ἀμηχανίην
-
34 αμηχανίης
-
35 ἀμηχανίης
-
36 αμηχανίησι
-
37 ἀμηχανίῃσι
-
38 αμηχανίησιν
-
39 ἀμηχανίῃσιν
-
40 εὐπορία
A ease, facility, of doing a thing, c. inf., Emp.100.5;ναῦς εὐ. ἦν ποιεῖσθαι Th.4.52
: abs.,ὅτε πολλὴ ὑμῖν εὐ. φαίνεται X.An.7.6.37
: c. gen. rei, easy means of providing, ;τοῦ καθ' ἡμέραν Th.3.82
; also εὐ. ἐν τῇ τέχνῃ, ἐκ τῆς τέχνης, Lys.24.5;εὐ. τῆς τύχης Th.3.45
; εὐπορίαν τῇ βδελυρίᾳ τῇ ἑαυτοῦ τοὺς συμμάχους ποιεῖσθαι to make them a means of satisfying his brutal passions, Aeschin.1.107; ἡ παρ' ἀλλήλων εὐ. mutual assistance, Isoc.6.67.2 plenty, abundance, opp. πενίη, Democr. 101;χρημάτων X.HG4.8.28
; ; ἡ περὶ τὸν βίον εὐ. Isoc.12.7; ἡ περὶ τὴν οὐσίαν εὐ. Arist.Pol. 1326b34: abs., welfare, X.Cyr.3.3.7; opp. ἀπορία, Arist.Pol. 1279b27: in pl., advantages, Isoc.15.253, D.5.8;εὐπορίαι προσόδων Arist.Pol. 1293a3
; ἀρουραίη εὐ. rustic wealth, AP9.373.6; μιῆς ὄϊος καὶ βοὸς εὐ. consisting of one sheep or ox, ib.149 (Antip.);ἡ Εὐ. θεά SIG1111
(Piraeus, iii A.D.).II opp. ἀπορία, solution of doubts or difficulties, Pl.Phlb. 15c; opp. ἀμηχανία, X.Oec.9.1;ἡ ὕστερον εὐ. λύσις τῶν πρότερον ἀπορουμένων Arist.Metaph. 995a29
; resourcefulness, Hp.Off.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐπορία
См. также в других словарях:
ἀμηχανία — ἀμηχανίᾱ , ἀμηχανία want of means fem nom/voc/acc dual ἀμηχανίᾱ , ἀμηχανία want of means fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίᾳ — ἀμηχανίαι , ἀμηχανία want of means fem nom/voc pl ἀμηχανίᾱͅ , ἀμηχανία want of means fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμηχανία — η (Α ἀμηχανία) [ἀμήχανος] απορία, έλλειψη τρόπου για διέξοδο από δυσχέρειες, στενοχώρια νεοελλ. δυσχέρεια, αμφιβολία, ενδοιασμός αρχ. έλλειψη μέσων και τρόπων για την ικανοποίηση βιοτικών αναγκών, ένδεια … Dictionary of Greek
αμηχανία — η δύσκολη θέση, στενοχώρια, απορία: Αρκετό καιρό τώρα βρισκόταν σε μεγάλη αμηχανία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμηχανίας — ἀμηχανίᾱς , ἀμηχανία want of means fem acc pl ἀμηχανίᾱς , ἀμηχανία want of means fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίαι — ἀμηχανία want of means fem nom/voc pl ἀμηχανίᾱͅ , ἀμηχανία want of means fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίαν — ἀμηχανίᾱν , ἀμηχανία want of means fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανιῶν — ἀμηχανία want of means fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίαις — ἀμηχανία want of means fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίη — ἀμηχανία want of means fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίην — ἀμηχανία want of means fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)