-
1 αμηχανία
ἀμηχανίᾱ, ἀμηχανίαwant of means: fem nom /voc /acc dualἀμηχανίᾱ, ἀμηχανίαwant of means: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀμηχανίαι, ἀμηχανίαwant of means: fem nom /voc plἀμηχανίᾱͅ, ἀμηχανίαwant of means: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 αμηχανια
ион. ἀμηχᾰνίη, дор. ἀμᾱχᾰνία ἥ1) недоумение, смущение, тж. затруднительное положение Plut.ἀ. ἔχε θυμόν Hom. — смущение овладело душой (каждого), (все мы) были поражены
2) бедственное положение, нужда, тж. скудость Her., Pind., Arph., Xen. -
3 αμηχανία
η недоумение, озадаченность;растерянность; затруднительное положение;βρίσκομαι σε αμηχανία — недоумевать, быть в недоумении, в затруднительном положении;
προκαλώ αμηχανία — вызывать недоумение;
-
4 ἀμηχανία
Βλ. λ. αμηχανία -
5 ἀμηχανίᾳ
Βλ. λ. αμηχανία -
6 αμηχανία
[амиханиа] ουσ θ затруднительное положение, замешательство, смущение. -
7 ἀμηχανία
A want of means or resources, helplessness,ἀμηχανίη δ' ἔχε θυμόν Od.9.295
;πενίην μητέρ' ἀμηχανίης Thgn.385
, cf. 619 (pl.), Alc.92, Hdt.8.111, etc.;ὑπ' ἀμηχανίας Ar.Av. 475
.II of things, hardship, trouble,χειμῶνος ἀμηχανίη Hes.Op. 496
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμηχανία
-
8 ἀμηχανία
ἀ-μηχανία, Ratlosigkeit, Verlegenheit; übh. Not -
9 αμηχανία
kararsızlık, çaresizlik -
10 αμηχανία
cafouillage -
11 αμηχανία
embarrassmentΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αμηχανία
-
12 αμαχανία
ἀμᾱχανίᾱ, ἀμηχανίαwant of means: fem nom /voc /acc dual (doric)ἀμᾱχανίᾱ, ἀμηχανίαwant of means: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀμᾱχανίαι, ἀμηχανίαwant of means: fem nom /voc pl (doric)ἀμᾱχανίᾱͅ, ἀμηχανίαwant of means: fem dat sg (attic doric aeolic) -
13 αμηχανίας
ἀμηχανίᾱς, ἀμηχανίαwant of means: fem acc plἀμηχανίᾱς, ἀμηχανίαwant of means: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 ἀμηχανίας
ἀμηχανίᾱς, ἀμηχανίαwant of means: fem acc plἀμηχανίᾱς, ἀμηχανίαwant of means: fem gen sg (attic doric aeolic) -
15 αμηχανίαι
ἀμηχανίαwant of means: fem nom /voc plἀμηχανίᾱͅ, ἀμηχανίαwant of means: fem dat sg (attic doric aeolic) -
16 ἀμηχανίαι
ἀμηχανίαwant of means: fem nom /voc plἀμηχανίᾱͅ, ἀμηχανίαwant of means: fem dat sg (attic doric aeolic) -
17 αμαχανίαι
ἀμᾱχανίαι, ἀμηχανίαwant of means: fem nom /voc pl (doric)ἀμᾱχανίᾱͅ, ἀμηχανίαwant of means: fem dat sg (attic doric aeolic) -
18 ἀμαχανίαι
ἀμᾱχανίαι, ἀμηχανίαwant of means: fem nom /voc pl (doric)ἀμᾱχανίᾱͅ, ἀμηχανίαwant of means: fem dat sg (attic doric aeolic) -
19 αμαχανίας
ἀμᾱχανίᾱς, ἀμηχανίαwant of means: fem acc pl (doric)ἀμᾱχανίᾱς, ἀμηχανίαwant of means: fem gen sg (attic doric aeolic) -
20 ἀμαχανίας
ἀμᾱχανίᾱς, ἀμηχανίαwant of means: fem acc pl (doric)ἀμᾱχανίᾱς, ἀμηχανίαwant of means: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀμηχανία — ἀμηχανίᾱ , ἀμηχανία want of means fem nom/voc/acc dual ἀμηχανίᾱ , ἀμηχανία want of means fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίᾳ — ἀμηχανίαι , ἀμηχανία want of means fem nom/voc pl ἀμηχανίᾱͅ , ἀμηχανία want of means fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμηχανία — η (Α ἀμηχανία) [ἀμήχανος] απορία, έλλειψη τρόπου για διέξοδο από δυσχέρειες, στενοχώρια νεοελλ. δυσχέρεια, αμφιβολία, ενδοιασμός αρχ. έλλειψη μέσων και τρόπων για την ικανοποίηση βιοτικών αναγκών, ένδεια … Dictionary of Greek
αμηχανία — η δύσκολη θέση, στενοχώρια, απορία: Αρκετό καιρό τώρα βρισκόταν σε μεγάλη αμηχανία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμηχανίας — ἀμηχανίᾱς , ἀμηχανία want of means fem acc pl ἀμηχανίᾱς , ἀμηχανία want of means fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίαι — ἀμηχανία want of means fem nom/voc pl ἀμηχανίᾱͅ , ἀμηχανία want of means fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίαν — ἀμηχανίᾱν , ἀμηχανία want of means fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανιῶν — ἀμηχανία want of means fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίαις — ἀμηχανία want of means fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίη — ἀμηχανία want of means fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμηχανίην — ἀμηχανία want of means fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)