Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀμηχανεῖ

См. также в других словарях:

  • ἀμηχανεῖ — ἀμήχανος without means masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀμήχανος without means masc/fem/neut dat sg ἀμηχανάω to be pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀμηχανάω to be pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηπανία — ἠπανία και ἠπανίη, ή (Α) σπανιότητα, έλλειψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηπανώ (πρβλ. τη γλώσσα τού Ησύχ. ηπανεί απορεί, σπανίζει, αμηχανεί). Η λ. συνδέεται με το πανία «πλησμονή», οπότε το αρχικό η είναι πιθ. στερητικό πρόθημα, προϊόν μετρικής έκτασης τού *α …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»