Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀμειβόμενος

См. также в других словарях:

  • ἀμειβόμενος — ἀμείβω change pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημισειαστής — ἡμισειαστής, ό (Μ) [η μισειάζω] καλλιεργητής ξένου κτήματος αμειβόμενος με το μισό τών προϊόντων, ο μεσακός …   Dictionary of Greek

  • ημισυμερίτης — ἡμισυμερίτης, ο (Μ) ο συμμέτοχος αποικίας, ημισειαστής*, μορτίτης*, καλλιεργητής ξένου κτήματος αμειβόμενος με το μισό τής σοδειάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήμισυς + μερίτης «αυτός που μετέχει σε κάτι» (< μέρος)] …   Dictionary of Greek

  • ρήση — η / ῥῆσις, εως, ΝΑ, και αρκαδ. τ. Fρήσις και ιων. τ. γεν. ιος Α λόγος, ομιλία («μακρὰν ῥῆσιν οὐ στέργει πόλις», Αισχύλ.) νεοελλ. απόφθεγμα, ρητό («ρήσεις μεγάλων ανδρών») αρχ. 1. απόφαση, ψήφισμα 2. ομιλία, σε αντιδιαστολή προς την ανάγνωση 3.… …   Dictionary of Greek

  • ωρολογητής — ὁ, Α 1. αγορητής αμειβόμενος με την ώρα 2. προσωνυμία τού Προδίκου, επειδή συνέθεσε έναν λόγο με τον τίτλο Ὧραι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + λογητής (< λογῶ), πρβλ. ὁμο λογητής] …   Dictionary of Greek

  • ωρολογώ — έω, Μ 1. υπολογίζω τον χρόνο σε ώρες 2. μιλώ αμειβόμενος με την ώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + λογῶ*] …   Dictionary of Greek

  • ωρομίσθιος — α, ο [ωρομίσθιο] αμειβόμενος με την ώρα …   Dictionary of Greek

  • Αρντί, Αλεξάντρ — (Alexandre Hardy,Παρίσι περ. 1570 – 1632;). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Για τη ζωή τουλίγα πράγματα είναι γνωστά. Φαίνεται πως άρχισε να γράφει το 1592 ως αμειβόμενος συγγραφέας περιοδεύοντος θιάσου. Έως το 1627 συνεργάστηκε με τον θίασο των… …   Dictionary of Greek

  • Λίντερ, Μαξ — (Max Linder, Σεν Λουμπέ, Ζιρόντ 1883 – Παρίσι 1925). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου ηθοποιού, σκηνοθέτη και σεναριογράφου του κινηματογράφου Γκαμπριέλ Μαξιμιλιάν Λεβιέλ (Gabriel Maximilien Leuvielle). Φοίτησε στο Ωδείο του Μπορντό και ξεκίνησε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»