Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

εὐεργέταν

См. также в других словарях:

  • Εὐεργέταν — Εὐεργέτᾱν , Εὐεργέτης benefactor masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐεργέταν — εὐεργέτᾱν , εὐεργέτης benefactor masc acc sg (epic doric aeolic) εὐεργέτης benefactor masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τίνω — Α 1. πληρώνω κάτι που χρωστώ, καταβάλλω κάτι που οφείλω, απαλλάσσομαι από τις υποχρεώσεις μου ανταποδίδοντας κάτι («δασμὸν οὐ μικρὸν τίνει», Σοφ.) 2. ανταμείβω κάποιον για κάτι καλό που μού έχει κάνει, ανταποδίδω καλό για καλό («καὶ μὴν ὀφείλων γ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»