Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀλωῆς

См. также в других словарях:

  • ἁλωῆς — ἀλωῆς , ἀλωεύς like salt masc nom pl ἀλωῆς , ἀλωεύς like salt masc nom/voc pl ἀλωῆς , ἀλωή threshing floor fem gen sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλωῆς — Ἀλωεύς masc nom pl Ἀλωεύς masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωῆς — ἀλωεύς like salt masc nom pl ἀλωεύς like salt masc nom/voc pl ἀλωή threshing floor fem gen sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλῳῆς — ἀλωή threshing floor fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλῴης — ἁλώιος fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλώῃς — ἁλίσκομαι to be taken aor subj act 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερπύζω — (AM ἑρπύζω) [έρπω] έρπω* μσν. σκύβω το κεφάλι, ταπεινώνομαι, φέρομαι χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς αρχ. 1. (για ανθρώπους υπερβολικά θλιμμένους ή μεγάλης ηλικίας ή για παιδιά ή για τετράποδα) βαδίζω σέρνοντας τα πόδια, σέρνομαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»