-
1 ακριβεστέρα
ἀκρῑβεστέρᾱ, ἀκριβήςexact: fem nom /voc /acc comp dualἀκρῑβεστέρᾱ, ἀκριβήςexact: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic)——————ἀκρῑβεστέρᾱͅ, ἀκριβήςexact: fem dat comp sg (attic doric aeolic) -
2 ακριβέστερα
-
3 ἀκριβέστερα
-
4 ἀκριβεστέρα
Βλ. λ. ακριβεστέρα -
5 ἀκριβεστέρᾳ
Βλ. λ. ακριβεστέρα -
6 сказать
окажу, скажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сказанный, βρ: -зан, -а, -оρ.σ.1. βλ. говорить.2. παλ. διηγούμαι.3. ανακοινώνω, γνωστοποιώ (απόφαση, διαταγή).4. скажем ως παρνθ. λ. να πούμε, παραδείγματος χάρη.5. προστκ. скажи(те) πες, πέστε (για αγανάκτηση, θαυμασμό κ.τ.τ.). || скажешь! είπες (καισύ) ! (περ ιφρονητ ικά στον συνομιλητή).εκφρ.как сказать – (για) να πούμε• κατά κάποιον τρόπο•лучше, вернее, проще, точнее сказать – για να πω καλύτερα, σωστότερα, πιο απλά, ακριβέστερα•можно сказать – (παρνθ. λ.) μπορώ να πω•нечего сказать – δε μπορώ να πω τίποτε (να επικρίνω)•ничего не -жешь – είναι άψογο, συμφωνώ ότι είναι καλό, σωστό•-ите на милость ή пожалуйста – βλ. 5 σημ. чтобы не сказать... για να μην πω... (κάτι χειρότερο, βαρύτερο).1. βλ. говориться.2. εκδηλώνομαι, φαίνομαι, φανερώνομαι. || επιδρώ, επιρεάζω.3. λέγω, ανακοινώνω, γνωστοποιώ.4. πάνω, προσποιούμαι•сказать больным κάνω τον άρρωστο.
-
7 точно
точно 1επίρ.1. ακριβώς, με ακρίβεια•он всё далает точно αυτός όλα τα κάνει με ακρίβεια•
точно определить расстояние καθορίζω ακριβώς την απόσταση•
переписать текст точно αντιγράφω το κείμενο με ακρίβεια.
2. (με τις λέξεις: такой, тот, так) εντελώς, πλήρως• ολοσχερώς•-такой пиджак εντελώς το ίδιο σακκάκι.
3. αλήθεια, πραγματικά, σωστά•да точно умер его отец? αλήθεια, πέθανε ο πατέρας του;
4. точнее συγκρ. β. ακριβέστερα, για μεγαλύτερη ακρίβεια, για να είμαι πιο ακριβής.точно 2σύνδ.1. ακριβώς σαν. || σαν, ωσάν.2. μόριο• φαίνεται, σάμπως. -
8 τρεισκαίδεκα
A thirteen: gen.τριῶν καὶ δέκα Th.2.97
, IG12.372.87, etc.: dat.τρισὶ καὶ δέκα Th.8.108
, D.9.25, IG22.1673.7, etc.: acc. neut. τριακαίδεκα (or τρία καὶ δέκα) Hdt.1.119, Ar.Pl. 194, 846, Pax 990:—sts other words are interposed,τρεῖς τε καὶ δ. Pi.O.1.79
, but μέν follows τρισκαίδεκα in B.10.92 and δέ in Th.3.79 (s. v. l., δέ om. codd. BM):— the form τρισκαίδεκα (acc. masc. and fem.) is found in codd. of Hom. Il.5.387, Od.24.340 (in Od.τρεισκαίδεκα, διὰ διφθόγγου γράφουσι τὰ τῶν ἀντιγράφων ἀκριβέστερα Eust.
ad loc.); also of Pi.Fr. 135 (v. l.), B. l. c. (Pap.), Ar.Ra.50, X.HG5.1.5, Th.3.69,79, 8.88 ( τρεῖς καὶ δέκα cod. B); τρισκαλδεκα as gen., Hp.Mul.2.133 ( τρεις- cod. D), Is.8.35; as dat., Th.8.22 codd.:—early Inscrr., however, never have τρισκαίδεκα, butτρεῖς [τρε̄ς] καὶ δέκα ἡμέραι IG12.295.11
(v B. C.); B101 (Delph., iv B. C.); τρε[ισκαί]δεκα πόλεων ib.368B1 (iii B. C.);λίθων τρεισκαίδεκα IG7.3073.134
(Lebad., ii B. C.); so that τρισκαίδεκα should be corrected in all early texts (in spite of Choerob. in An.Ox.2.267) either to τριῶν καὶ δ., etc., or to τρεισκαίδεκα: the same applies to the following compds.: v. τρεισκαιδέκατος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρεισκαίδεκα
-
9 ἐννεάζω
A spend one's youth in, μεγέθει σώματος ἐννεάσαι to be of great stature in one's youth, Hp.Aph.2.54; ; ἐ. [τῇ βασιλείᾳ] καὶ ἐγγηράσκει, of one crowned in his mother's womb, Agath.4.25; ῥόδον ἐννεάσαν τῷ ἦρι having bloomed in spring, Philostr.Ep.51.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννεάζω
См. также в других словарях:
ἀκριβεστέρα — ἀκρῑβεστέρᾱ , ἀκριβής exact fem nom/voc/acc comp dual ἀκρῑβεστέρᾱ , ἀκριβής exact fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβεστέρᾳ — ἀκρῑβεστέρᾱͅ , ἀκριβής exact fem dat comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβέστερα — ἀκρῑβέστερα , ἀκριβής exact neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διάγραμμα — Όρος που χαρακτηρίζει έναν τρόπο παράστασης μιας πραγματικής συνάρτησης, μιας πραγματικής μεταβλητής. Η παράσταση αυτή γίνεται συνηθέστερα κατά γεωμετρικό τρόπο. Είναι γνωστά κυρίως το καρτεσιανό δ. και το πολικό δ. μιας συνάρτησης του είδους που … Dictionary of Greek
ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… … Dictionary of Greek
άπειρο — Το ατελείωτο, το απέραντο· το αναρίθμητο· ειδικότερα, το σύμπαν, το διάστημα. (Μαθημ.) Ήδη από την αρχαιότητα, η μαθηματική ανάλυση του α. συνδέεται στενά με τη φιλοσοφική αναζήτηση. Ονομαστά προβλήματα σχετικά με το ά., όπως τα παράδοξα του… … Dictionary of Greek
διάνυσμα — Γεωμετρική έννοια, που χαρακτηρίζεται από το μήκος, τη διεύθυνση και τη φορά ενός μη (μηδενικού) προσανατολισμένου ευθύγραμμου τμήματος (παραβλέπεται δηλαδή η θέση του προσανατολισμένου τμήματος μέσα στον χώρο). Το δ. συμβολίζεται είτε με ένα… … Dictionary of Greek
διασπορά — Ο διασκορπισμός, η διάδοση. (Βοτ.)δ. σπόρων. Η διαδικασία διασκόρπισης των σπόρων και η απελευθέρωσή τους από τους ώριμους καρπούς που τους περιέχουν. Υπάρχουν φυτά ή, ακριβέστερα, σπόροι των οποίων η δ. διευκολύνεται με τη μεσολάβηση διαφόρων… … Dictionary of Greek
δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… … Dictionary of Greek
εντροπία — Θερμοδυναμικό μέγεθος. Μεταφράζει σε μαθηματική μορφή τις συνέπειες του δεύτερου θερμοδυναμικού αξιώματος, σύμφωνα με το οποίο η ολοκληρωτική μετατροπή της θερμότητας σε μηχανικό έργο είναι αδύνατη. Από τις πρώτες εμπειρικές γνώσεις, βασισμένες… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek