-
1 ακριβεστάτη
ἀκρῑβεστάτη, ἀκριβήςexact: fem nom /voc superl sg (attic epic ionic)——————ἀκρῑβεστάτῃ, ἀκριβήςexact: fem dat superl sg (attic epic ionic) -
2 ἀκριβεστάτη
Βλ. λ. ακριβεστάτη -
3 ἀκριβεστάτῃ
Βλ. λ. ακριβεστάτη -
4 ἀκρῑβής
ἀκρῑβής, ές ( ἄκρος, scheint leine Zstzg), genau, sorgfältig, in der ganzen Prosa häufig, selten bei Dichtern, mit Eur. El. 365 οὐκ ἔστ' ἀκριβὲς οὐδὲν εἰς εὐανδρίαν, es giebt kein genaues Kennzeichen der Männerwürde; Λυγκεὺς ἀκριβὴς ὄμμασι, der scharfsehende, Theocr. 22, 194; – Thuc. 6, 18 stellt neben einander τὸ φαῦλον καὶ τὸ μέσον καὶ τὸ ἀκριβές. Plato nennt so ἰατρός, κυβερνή-της, Rep. I, 342 d; νομοϑέτης Legg. I, 628 d, die in ihrer Art vollkommen sind; öfter λόγος, dem ὡς ἔπος εἰπεῖν entggstzt, Rep. I, 431 b (Ar. Nub. 131 ἀκριβεῖς λόγοι, spitzfindige Reden); ἀλήϑεια, ἐπιστήμη ἀκριβεστάτη Phil. 59 a Parm. 134 c; δικαστής Thuc. 3, 46, streng; ϑώρακες Xen. Mem. 3, 10, 15, genau anschließende. Genau, dürftig, sparsam, τὸ ἀκρ. εἶδος τῶν διαλόγων, τὸ κατὰ βραχὺ λίαν Prot. 338 a; ταμίας Plut. Cat. mai. 3; vgl. Luc. Tim. 13; – τὸ ἀκριβές, oft allein die Genauigkeit, Strenge, τὸ μὲν ἀκριβές, streng genommen, Isaeus; ἐντὸς τοῦ ἀκριβοῦς, nicht nach strengem Rechte, Thuc. 5, 90; τὸ τῆς συντάξεως τῶν Ῥωμαίων ἀκριβές, die strenge Ordnung der Römer, Pol. 15, 13; Luc. Anach. 21; – ἐς τὸ ἀκριβές, genau, εἰπεῖν Thuc. 6, 82. – Adv. ἀκριβῶς, genau, streng, in denselben Vbdgn; sparsam, Isocr. 2, 19; ἀκ. καὶ μόλις, kaum, Plut. Alex. 16.
-
5 αἵρεσις
αἵρεσις, έσεως, ἡ (Aeschyl., Hdt. et al.; a term used in H. Gk. esp. in ref. to political preference or group loyalty as in SIG 675, 28 [II B.C.], where αἵ. is used in bonam partem, common in diplomatic correspondence: γίνωνται δὲ καὶ ἄλλοι ζηλωταὶ τῆς αὐτῆς αἱρέσεως).① a group that holds tenets distinctive to it, sect, party, school, faction (of schools of philos. Diod S 2, 29, 6; Dionys. Hal., Comp. Verb. 2 τ. Στωϊκῆς αἱ.; Diog. L. 1, 18 and 19, al.; Iambl., Vi. Pyth. 34, 241; Orig., C. Cels. 4, 45, 32; HDiels, Doxographi Graeci 1879, index; Aristobulus in Eus., PE 13, 12, 10=Denis 224, col. 1, 13; Holladay 196; s. Nägeli 51; Poland 154).ⓐ of the Sadducees, as sect Ac 5:17 (Jos., Ant. 13, 171; 20, 199). Of the Pharisees 15:5 (Jos., Vi. 10; 12; 191 al.). The latter described as ἡ ἀκριβεστάτη αἵ. τῆς ἡμετέρας θρησκείας the strictest sect of our religion 26:5. Of the Christians αἵρεσις τῶν Ναζωραίων 24:5; cp. vs. 14 and 28:22. The last three exx. incline toward sense b.ⓑ in the later sense, heretical sect (Iren. 1, 11, 1 [Harv. I 98, 5]; Orig., C. Cels. 5, 54, 9) IEph 6:2; ITr 6:1; Epil Mosq 1. Cp. also the agraphon from Justin, Trypho 35 in JJeremias, Unknown Sayings 59–61. In general, WBauer, Rechtgläubigkeit u. Ketzerei im Aeltesten Christentum ’34, 2d ed. w. supplement, GStrecker, ’64; MMeinertz, Σχίσμα und αἵρεσις im NT: BZ 1, ’57, 114–18.ⓒ w. negative connotation, dissension, a faction 1 Cor 11:19; Gal 5:20.② that which distinguishes a group’s thinking, opinion, dogma (Philo, Plant. 151 κυνικὴ αἵ.) αἱ. ἀπωλείας destructive opinions 2 Pt 2:1 (perh. also in sense 1b).— Way of thinking (UPZ 20, 26 [163 B.C.]; 144, 10 al.) αἵ. ἔχειν hold to a way of thinking Hs 9, 23, 5 ( inclination is also possible: GDI 2746, 14; 2800, 7, both from Delphi).—DELG s.v. αἱρέω. M-M. TW. Sv.
См. также в других словарях:
ἀκριβεστάτη — ἀκρῑβεστάτη , ἀκριβής exact fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβεστάτῃ — ἀκρῑβεστάτῃ , ἀκριβής exact fem dat superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
Βασαράβης, Κωνσταντίνος — (17ος αι.). Λόγιος. Γιος του ηγεμόνα της Ουγγαροβλαχίας Ιωάννη Β. Ασχολήθηκε συστηματικά με τα ελληνικά γράμματα και μετέφερε στην απλή ελληνική αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Η σπουδαιότερη μετάφρασή του τιτλοφορείται Του Πλουτάρχου Χαιρώνειας,… … Dictionary of Greek
Ευπαλίνος — (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Αρχιτέκτονας από τα Μέγαρα. Το έργο που τον έκανε διάσημο είναι το ονομαζόμενο Ευπαλίνειον όρυγμα στη Σάμο, μία σήραγγα μήκους περίπου 1 χλμ. και διατομής περίπου 1,75 x 1,75 μ. Κατά μήκος της σήραγγας ο Ε. κατασκεύασε έναν… … Dictionary of Greek
συγκεκριμένη τέχνη ή απόλυτη τέχνη — Όρος που υιοθετήθηκε από μερικούς σύγχρονους καλλιτέχνες αντί του «αφηρημένη τέχνη». Ο τελευταίος όρος περιορίζεται μόνο σε ένα τύπο τέχνης, όπως π.χ. ο κυβισμός, που εμφανίζεται ως το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αφαίρεσης των φυσικών… … Dictionary of Greek