-
1 ακριβεία
ἀκρῑβείᾱ, ἀκρίβειαexactness: fem nom /voc /acc dual——————ἀκρῑβείᾱͅ, ἀκρίβειαexactness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ακριβεια
(ρῑ) ἥ1) точный смысл(τῶν λεχθέντων Thuc.)
2) строгая точность, тщательность, основательность, обстоятельность(λόγων Plat.)
τέν ἀκρίβειαν Lys., δι΄ ἀκριβείας, εἰς (τέν) ἀκρίβειαν и πάσῃ ἀκριβείᾳ Plat. или πρὸς (τέν) ἄκρίβειαν Plat., Arst., μετ΄ ἀκριβείας Isocr. — точно, тщательно, основательно3) полная исправность, безукоризненность(τοῦ ναυτικοῦ Thuc.; τῆς κατασκευῆς Xen.)
4) тж. pl. мелочность, педантизм(τῶν νόμων Isocr., Polyb.)
5) расчетливость, бережливость (sc. τοῦ Περικλέους Plut.)6) недостаток, нехватка(ὕδωρ δι΄ ἀκριβείας ἐστί τινι Plat.)
7) рвение, усердие(εἴς τι Xen.)
-
3 ακρίβεια
-
4 ἀκρίβεια
-
5 ἀκρίβεια
ἀκρίβεια, ἡ, Genauigkeit, Sorgfalt u. Gründlichkeit in allem Thun, z. B. μαϑήματος Plat. Legg. VII, 809 a; τῆς κατασκευῆς Xen. Oec. 8, 17; εἰς τὰ χρηστά, Eifer für das Gute, Xen. Ath. 1, 5; bes. von den Wissenschaften u. den Studien, λόγων Euthyd. 288 a; πονηρὰ λόγων ἀκρ., übertriebene Spitzfindigkeit, Antiph. III γ 3; von dem Rechte, τοιαύτας ἀκριβείας ἔχει τὰ δίκαια Is. 7, 17; τὴν ἐκ τῶν νόμων ἀκρίβειαν τηρεῖν Pol. 32, 13; τὴν ἀκρίβειαν καὶ τὸ καϑαρὸν τοῦ πολιτεύματος Plut. Them. 4, wo es strenge Zucht ist, wie schon Thuc. τὴν ἀκρ. τοῦ ναυτικοῠ ἀφῃρῆσϑαι 7, 13 sagt. Auch die genaue Wahrheit, τὴν τῶν πραχϑέντων ἀκρίβειαν μαϑεῖν Antiph. IV γ 1; ε ἰβουλοίμην τὴν ἀκρ. γράφειν Dion. H. 1, 23; Genauigleit, Sparsamkeit, Pol. 32, 13, 11; Plut. Per. 16, 36; ἐὰν τὸ ὕδωρ δι' ἀκριβείας ᾖ Plat. Legg. VIII, 844 b, wenn es knapp, dürftig ist. – Als adverb. Ausdrücke bemerke man: δι' ἀκριβείας, sorgfältig, Plat. oft, z. B. Tim. 23 d; διὰ πάσης ἀκρ. Arist. A. H. 1, 5; εἰς τὴν ἀκρίβειαν φιλοσοφεῖν Gorg. 487 c; Arist. Pol. 7, 11; πρὸς τὴν ἀκρίβειαν Legg. VI, 769 d; νόμοι μετὰ πλείστης ἀκριβείας κείμενοι, mit der größten Sorgfalt abgefaßte Gesetze, Isocr.
-
6 ἀκρίβεια
ἀκρίβεια, Genauigkeit, Sorgfalt und Gründlichkeit in allem Tun; Eifer für das Gute; bes. von den Wissenschaften und den Studien; übertriebene Spitzfindigkeit; von dem Rechte; strenge Zucht; auch die genaue Wahrheit, Genauigkeit, Sparsamkeit (wenn es knapp, dürftig ist); adverb. sorgfältig (mit der größten Sorgfalt abgefaßte Gesetze) -
7 ἀκρίβεια
ἀκρίβεια, ας, ἡ strict conformity to a norm or standard, exactness, precision (so Thu. et al. [s. Renehan ’75, 19]; pap since III B.C.: e.g. UPZ 110, 46 [164 B.C.]; POxy 471, 11ff [I A.D.]; 237 VIII, 39 [II A.D.]; also s. Preis.; LXX; En 106:12; EpArist 103; Philo; Jos., Ant. 4, 309; 9, 208 al.; Tat.; Mel., HE 4, 26, 13) πεπαιδευμένος κατὰ ἀ. τοῦ πατρῴου νόμου educated strictly according to our ancestral law Ac 22:3 (Isocr. 7, 40 ἀ. νόμων; Jos., Vi. 191). ABaumgarten, The Name of the Pharisees: JBL 102, ’83, 411–28.—DELG s.v. ἀκριβής. M-M. Sv. -
8 ακρίβεια
-
9 ἀκριβεία
Βλ. λ. ακριβεία -
10 ἀκριβείᾳ
Βλ. λ. ακριβεία -
11 ἀκρίβεια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀκρίβεια
-
12 ακρίβεια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ακρίβεια
-
13 ἀκρίβεια
точность, тщательность, основательность.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀκρίβεια
-
14 ακρίβεια
ηGenauigkeit f -
15 ἀκρίβεια
-ας + ἡ N1 0-0-0-3-3=6 DnLXX 7,16; DnTh 7,16(bis); Wis 12,21; Sir 16,25exactness, precision Wis 12,21; precise meaning Dn 7,16 Cf. WALTERS 1973 44.205-209 -
16 ακρίβεια
[акривиа] ουσ θ точность, пунктуальность, дороговизна. -
17 ἀκρίβεια
ἀκρῑβ-εια, ἡ,A exactness, precision, Hp.VM 12, Th.1.22, etc.;τῶν πραχθέντων Antipho 4.3.1
, cf. Lys.17.6:— freq. with Preps. in adv. sense, δι' ἀκριβείας with minuteness or precision, Pl.Tht. 184c, Ti. 23d, etc.;διὰ πάσης ἀ. Lg. 876c
;εἰς τὴν ἀ. φιλοσοφεῖν Grg. 487c
;εἰς ἀ. Arist.Pol. 1331a2
;πρὸς τὴν ἀ. Pl.Lg. 769d
, cf. Arist.Resp. 478b1:—ἡ ἀ. τοῦ ναυτικοῦ its efficiency, rigid discipline, Th.7.13; ἀ. νόμων strictness, severity, Isoc.7.40; περὶ τὸ διάφορον strictness in money matters Plb. 31 27.11: pl., niceties, Pl.R. 504e, Is. 7.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρίβεια
-
18 ακρίβεια
1) exactitude2) précision -
19 ακρίβεια
1) dokładność (f) rzecz.2) precyzja (f) rzecz.3) punktualność (f) rzecz.4) ścisłość (f) rzecz.5) trafność (f) rzecz. -
20 ακρίβεια
1) přesnost2) správnost3) určitost
См. также в других словарях:
ακρίβεια — (Φιλοσ.) Η ιδιότητα της ανταπόκρισης του γνωστικού περιεχομένου μιας πρότασης στις απαιτήσεις της τυπικής λογικής. Η α. συνιστά το θεμελιώδες επιστημολογικό γνώρισμα των θετικών επιστημών, επειδή τα πορίσματά τους διατυπώνονται σε μια γλώσσα… … Dictionary of Greek
ακρίβεια — η 1. κανονικότητα, ορθότητα, τελειότητα: Τα πάντα υπολογίστηκαν με ακρίβεια. 2. η υψηλή τιμή των αγαθών: Η ακρίβεια στα είδη διατροφής όσο πάει και μεγαλώνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκριβεία — ἀκρῑβείᾱ , ἀκρίβεια exactness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβείᾳ — ἀκρῑβείᾱͅ , ἀκρίβεια exactness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρίβεια — ἀκρί̱βεια , ἀκρίβεια exactness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
απροσδιοριστίας, αρχή της- — Θεμελιώδης αρχή της κβαντικής μηχανικής, που τη διατύπωσε ο Χάιζενμπεργκ το 1927, σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατον να προσδιορίσουμε με αυθαίρετη ακρίβεια, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, τη θέση και την ταχύτητα των σωματίων και προκειμένου… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… … Dictionary of Greek