-
1 ακριβεια
(ρῑ) ἥ1) точный смысл(τῶν λεχθέντων Thuc.)
2) строгая точность, тщательность, основательность, обстоятельность(λόγων Plat.)
τέν ἀκρίβειαν Lys., δι΄ ἀκριβείας, εἰς (τέν) ἀκρίβειαν и πάσῃ ἀκριβείᾳ Plat. или πρὸς (τέν) ἄκρίβειαν Plat., Arst., μετ΄ ἀκριβείας Isocr. — точно, тщательно, основательно3) полная исправность, безукоризненность(τοῦ ναυτικοῦ Thuc.; τῆς κατασκευῆς Xen.)
4) тж. pl. мелочность, педантизм(τῶν νόμων Isocr., Polyb.)
5) расчетливость, бережливость (sc. τοῦ Περικλέους Plut.)6) недостаток, нехватка(ὕδωρ δι΄ ἀκριβείας ἐστί τινι Plat.)
7) рвение, усердие(εἴς τι Xen.)
-
2 ακρίβεια
-
3 ἀκρίβεια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀκρίβεια
-
4 ακρίβεια
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ακρίβεια
-
5 ἀκρίβεια
точность, тщательность, основательность.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀκρίβεια
-
6 ακρίβεια
[акривиа] ουσ θ точность, пунктуальность, дороговизна. -
7 επεξερχομαι
(= ἐπέξειμι См. επεξειμι)(fut. ἐπεξελεύσομαι, aor. 2 ἐπεξῆλθον, pf. ἐπεξελήλυθα)
1) (тж. ἐ. ἐς μάχην Thuc.) (против кого-л.) выходить, идти войной, выступать(τινι Her., Thuc.; перен. τῷ ῥήματί τινος Plat.)
ἐπεξελθεῖν μηκέτι προσδεχομένῳ μάχην Plut. — напасть на уже не ожидавшего боя (противника), т.е. врасплох2) преследовать в судебном порядке(τινι φόνου Plat.)
3) карать, наказывать(ἀδίκημα Plut.; τέν πόλιν Eur.)
; воздавать, мстить(τῷ δράσαντι Thuc.)
4) доходить, достигать(ἥ δευτέρη σφι ἀγγελίη ἐπεξελθοῦσα Her.)
εἴδετε τέν ὕβριν ἐπ΄ ὅσον ἐπεξῆλθε Her. — вы видите, до чего дошло своеволие (Камбиса)5) проходить (вдоль и поперек)(πάντα τὰ τῆς χώρης Her.)
6) тщательно разбирать, рассматривать(ἀκριβείᾳ περὴ ἑκάστου Thuc.)
τὸ πᾶν ἐπεξελθεῖν διζήμενον Her. — тщательно обыскав все, но πᾶν ἐπεξελθεῖν Thuc. испробовать все средства;μακροῦ λόγου δεῖ ταῦτ΄ ἐπεξελθεῖν Aesch. — долго рассказывать об этом;ἔργῳ ἐ. Thuc. — приводить в исполнение -
8 εκφράζω
μετ.1) высказывать, выражать;εκφράζω εικασία (γνώμη) — высказывать предположение (мнение);
φρονήματα ( — или ιδέες) — выражать мысли;εκφράζω συμπάθεια — выражать сочувствие;
εκφράζω εμπιστοσύνη — выражать доверие;
2) выражать, обнаруживать, проявлять;εκφράζω χαρά (δυσαρέσκεια) — выражать радость (недовольство);
την αγάπη μου — проявлять свою любовь;εκφράζομαι — высказываться, выражать свои мысли;
εκφράζομαι με ακρίβεια και συντομία — выражаться точно и кратко;
εκφράζομαι κατά τίνος — высказываться против кого-чего-л.
-
9 ένεκα
ένεκεν πρόθ. με γεν. и ονομ. разг ввиду того что; из-за, по причине; вследствие; ради;ένεκα της κακοκαιρίας
(της βροχής) из-за плохой погоды (из-за дождя);ένεκα η ακρίβεια ( — о πόλεμος) — из-за дороговизны (из-за войны);
τούτου ένεκεν — или ένεκα τούτου — из-за этого, благодаря этому;
ένεκα φιλίας — или φιλίας ένεκεν — в знак дружбы;
§ τιμής ένεκεν — почётный (лат. honoris cause)
-
10 195
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 195
См. также в других словарях:
ακρίβεια — (Φιλοσ.) Η ιδιότητα της ανταπόκρισης του γνωστικού περιεχομένου μιας πρότασης στις απαιτήσεις της τυπικής λογικής. Η α. συνιστά το θεμελιώδες επιστημολογικό γνώρισμα των θετικών επιστημών, επειδή τα πορίσματά τους διατυπώνονται σε μια γλώσσα… … Dictionary of Greek
ακρίβεια — η 1. κανονικότητα, ορθότητα, τελειότητα: Τα πάντα υπολογίστηκαν με ακρίβεια. 2. η υψηλή τιμή των αγαθών: Η ακρίβεια στα είδη διατροφής όσο πάει και μεγαλώνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκριβεία — ἀκρῑβείᾱ , ἀκρίβεια exactness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβείᾳ — ἀκρῑβείᾱͅ , ἀκρίβεια exactness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρίβεια — ἀκρί̱βεια , ἀκρίβεια exactness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
απροσδιοριστίας, αρχή της- — Θεμελιώδης αρχή της κβαντικής μηχανικής, που τη διατύπωσε ο Χάιζενμπεργκ το 1927, σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατον να προσδιορίσουμε με αυθαίρετη ακρίβεια, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, τη θέση και την ταχύτητα των σωματίων και προκειμένου… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… … Dictionary of Greek