-
1 dakiklik
ακρίβεια -
2 pahalılık
ακρίβεια -
3 exactitude
ακρίβεια -
4 précision
ακρίβεια -
5 přesnost
ακρίβεια -
6 správnost
ακρίβεια -
7 precision
ακρίβεια -
8 dokładność
ακρίβεια -
9 precyzja
ακρίβεια -
10 punktualność
ακρίβεια -
11 ścisłość
ακρίβεια -
12 trafność
ακρίβεια -
13 pahalanma
ακρίβεια, αύξηση τιμών -
14 точно
точно 1επίρ.1. ακριβώς, με ακρίβεια•он всё далает точно αυτός όλα τα κάνει με ακρίβεια•
точно определить расстояние καθορίζω ακριβώς την απόσταση•
переписать текст точно αντιγράφω το κείμενο με ακρίβεια.
2. (με τις λέξεις: такой, тот, так) εντελώς, πλήρως• ολοσχερώς•-такой пиджак εντελώς το ίδιο σακκάκι.
3. αλήθεια, πραγματικά, σωστά•да точно умер его отец? αλήθεια, πέθανε ο πατέρας του;
4. точнее συγκρ. β. ακριβέστερα, για μεγαλύτερη ακρίβεια, για να είμαι πιο ακριβής.точно 2σύνδ.1. ακριβώς σαν. || σαν, ωσάν.2. μόριο• φαίνεται, σάμπως. -
15 точность
-и θ.ακρίβεια• ορθότητα, σω-στότητα•с математической -ью με μαθηματική ακρίβεια•
точность веса ακρίβεια ζύγισης•
вточностьи ακριβώς, με ακρίβεια•
до -и μέχρι λεπτομέρεια, λεπτομερέστατα.
-
16 точность
точн||остьж ἡ ἀκρίβεια, ἡ ὀρθότη-τα [-ης]:\точность перевода ἡ ἀκρίβεια τής μετάφρασης· с математической \точностьостью μέ μαθηματική ἀκρίβεια· в \точностьости ἀκριβώς, ἀκριβέστατα. -
17 дороговизна
-
18 точно
точно ακριβώς; \точно в пять часов ακριβώς στις πέντε; переводить \точно μεταφράζω με ακρίβεια; \точно так же με τον ίδιο ακριβώς τρόπο* * *то́чно в пять часо́в — ακριβώς στις πέντε
переводи́ть то́чно — μεταφράζω με ακρίβεια
то́чно так же — με τον ίδιο ακριβώς τρόπο
-
19 точность
-
20 вернее
вернее1. сравнит, ст. от верный и верно· \вернее всего... τό πιθανότερο εἶναι...·2. вводн. сл. μᾶλλον, γιά τήν ἀκρίβεια, ποιο σωστά:\вернее сказать γιά τήν ἀκρίβεια.
См. также в других словарях:
ακρίβεια — (Φιλοσ.) Η ιδιότητα της ανταπόκρισης του γνωστικού περιεχομένου μιας πρότασης στις απαιτήσεις της τυπικής λογικής. Η α. συνιστά το θεμελιώδες επιστημολογικό γνώρισμα των θετικών επιστημών, επειδή τα πορίσματά τους διατυπώνονται σε μια γλώσσα… … Dictionary of Greek
ακρίβεια — η 1. κανονικότητα, ορθότητα, τελειότητα: Τα πάντα υπολογίστηκαν με ακρίβεια. 2. η υψηλή τιμή των αγαθών: Η ακρίβεια στα είδη διατροφής όσο πάει και μεγαλώνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκριβεία — ἀκρῑβείᾱ , ἀκρίβεια exactness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβείᾳ — ἀκρῑβείᾱͅ , ἀκρίβεια exactness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρίβεια — ἀκρί̱βεια , ἀκρίβεια exactness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
απροσδιοριστίας, αρχή της- — Θεμελιώδης αρχή της κβαντικής μηχανικής, που τη διατύπωσε ο Χάιζενμπεργκ το 1927, σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατον να προσδιορίσουμε με αυθαίρετη ακρίβεια, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, τη θέση και την ταχύτητα των σωματίων και προκειμένου… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… … Dictionary of Greek