-
1 ακριβεία
ἀκρῑβείᾱ, ἀκρίβειαexactness: fem nom /voc /acc dual——————ἀκρῑβείᾱͅ, ἀκρίβειαexactness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ακρίβεια
-
3 ἀκρίβεια
-
4 ἀκρίβεια
ἀκρίβεια, ας, ἡ strict conformity to a norm or standard, exactness, precision (so Thu. et al. [s. Renehan ’75, 19]; pap since III B.C.: e.g. UPZ 110, 46 [164 B.C.]; POxy 471, 11ff [I A.D.]; 237 VIII, 39 [II A.D.]; also s. Preis.; LXX; En 106:12; EpArist 103; Philo; Jos., Ant. 4, 309; 9, 208 al.; Tat.; Mel., HE 4, 26, 13) πεπαιδευμένος κατὰ ἀ. τοῦ πατρῴου νόμου educated strictly according to our ancestral law Ac 22:3 (Isocr. 7, 40 ἀ. νόμων; Jos., Vi. 191). ABaumgarten, The Name of the Pharisees: JBL 102, ’83, 411–28.—DELG s.v. ἀκριβής. M-M. Sv. -
5 ἀκριβεία
Βλ. λ. ακριβεία -
6 ἀκριβείᾳ
Βλ. λ. ακριβεία -
7 ἀκρίβεια
-ας + ἡ N1 0-0-0-3-3=6 DnLXX 7,16; DnTh 7,16(bis); Wis 12,21; Sir 16,25exactness, precision Wis 12,21; precise meaning Dn 7,16 Cf. WALTERS 1973 44.205-209 -
8 ἀκρίβεια
ἀκρῑβ-εια, ἡ,A exactness, precision, Hp.VM 12, Th.1.22, etc.;τῶν πραχθέντων Antipho 4.3.1
, cf. Lys.17.6:— freq. with Preps. in adv. sense, δι' ἀκριβείας with minuteness or precision, Pl.Tht. 184c, Ti. 23d, etc.;διὰ πάσης ἀ. Lg. 876c
;εἰς τὴν ἀ. φιλοσοφεῖν Grg. 487c
;εἰς ἀ. Arist.Pol. 1331a2
;πρὸς τὴν ἀ. Pl.Lg. 769d
, cf. Arist.Resp. 478b1:—ἡ ἀ. τοῦ ναυτικοῦ its efficiency, rigid discipline, Th.7.13; ἀ. νόμων strictness, severity, Isoc.7.40; περὶ τὸ διάφορον strictness in money matters Plb. 31 27.11: pl., niceties, Pl.R. 504e, Is. 7.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκρίβεια
-
9 ακρίβεια
1) accuracy2) precisionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ακρίβεια
-
10 ακριβείας
ἀκρῑβείᾱς, ἀκρίβειαexactness: fem acc plἀκρῑβείᾱς, ἀκρίβειαexactness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 ἀκριβείας
ἀκρῑβείᾱς, ἀκρίβειαexactness: fem acc plἀκρῑβείᾱς, ἀκρίβειαexactness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 ακριβείαι
-
13 ἀκριβείαι
-
14 ακριβείαις
-
15 ἀκριβείαις
-
16 ακριβείης
-
17 ἀκριβείης
-
18 ακρίβειαι
-
19 ἀκρίβειαι
-
20 ακρίβειαν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ακρίβεια — (Φιλοσ.) Η ιδιότητα της ανταπόκρισης του γνωστικού περιεχομένου μιας πρότασης στις απαιτήσεις της τυπικής λογικής. Η α. συνιστά το θεμελιώδες επιστημολογικό γνώρισμα των θετικών επιστημών, επειδή τα πορίσματά τους διατυπώνονται σε μια γλώσσα… … Dictionary of Greek
ακρίβεια — η 1. κανονικότητα, ορθότητα, τελειότητα: Τα πάντα υπολογίστηκαν με ακρίβεια. 2. η υψηλή τιμή των αγαθών: Η ακρίβεια στα είδη διατροφής όσο πάει και μεγαλώνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκριβεία — ἀκρῑβείᾱ , ἀκρίβεια exactness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκριβείᾳ — ἀκρῑβείᾱͅ , ἀκρίβεια exactness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρίβεια — ἀκρί̱βεια , ἀκρίβεια exactness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
απροσδιοριστίας, αρχή της- — Θεμελιώδης αρχή της κβαντικής μηχανικής, που τη διατύπωσε ο Χάιζενμπεργκ το 1927, σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατον να προσδιορίσουμε με αυθαίρετη ακρίβεια, σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, τη θέση και την ταχύτητα των σωματίων και προκειμένου… … Dictionary of Greek
μέτρηση και μέτρο — Στις φυσικές επιστήμες υπάρχει ένας σαφής διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών του μέτρου και της μέτρησης ενός μεγέθους. Μέτρηση είναι μια διαδικασία ή ένα σύνολο από διαδικασίες, που επιτρέπει να προσδιορίσουμε την αριθμητική τιμή (δηλαδή το μέτρο)… … Dictionary of Greek
ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
ακριβής — ές (Α ἀκριβής) 1. αυτός που εκτελείται ή συντελείται με τελειότητα και με κάθε λεπτομέρεια, ο χωρίς ελλείψεις, ο σωστός, ο αλάνθαστος 2. αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο πρότυπο ή προκαθορισμένους όρους νεοελλ. (για… … Dictionary of Greek