-
1 ακοντιστήρας
-
2 ἀκοντιστῆρας
См. также в других словарях:
ἀκοντιστῆρας — ἀκοντιστήρ darting masc acc pl ἀκοντιστής darter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ακοντιστήρας
2 ἀκοντιστῆρας
ἀκοντιστῆρας — ἀκοντιστήρ darting masc acc pl ἀκοντιστής darter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)