-
1 ακατανόητος
-
2 ἀκατανόητος
-
3 ακατανοητος
-
4 ακατανόητος
-
5 ακατανόητος
[ακαταλαβίστικος]unverständlich -
6 ακατανόητος
[акатаноитос] επ непонятный, непостижимый. -
7 ἀκατανόητος
ἀκατα-νόητος, ον,A inconceivable, Ps.-Luc.Philopatr.13, Hsch.s.v. δύσληπτα, gloss on ἀθέσφατος, Sch. Opp.H.4.520. Adv.- τως Suid.
s.v. Νουμᾶς.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκατανόητος
-
8 ἀκατανόητος
-
9 ακατανοήτως
ἀκατανόητοςinconceivable: adverbialἀκατανόητοςinconceivable: masc /fem acc pl (doric) -
10 ἀκατανοήτως
ἀκατανόητοςinconceivable: adverbialἀκατανόητοςinconceivable: masc /fem acc pl (doric) -
11 ακατανόητον
ἀκατανόητοςinconceivable: masc /fem acc sgἀκατανόητοςinconceivable: neut nom /voc /acc sg -
12 ἀκατανόητον
ἀκατανόητοςinconceivable: masc /fem acc sgἀκατανόητοςinconceivable: neut nom /voc /acc sg -
13 απαρακολούθητος
η, ο [ος, ον ]1) не выслеженный; тот, за которым не ведётся или не может вестись слежка; 2) см. ακατανόητος -
14 ακατανοήτοις
-
15 ἀκατανοήτοις
-
16 ακατανοήτου
-
17 ἀκατανοήτου
-
18 ακατανοήτω
-
19 ἀκατανοήτῳ
-
20 ακατανόητα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀκατανόητος — inconceivable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατανόητος — η, ο (Α ἀκατανόητος, ον) αυτός που δεν μπορεί να γίνει κατανοητός, καταληπτός νεοελλ. ο περίεργος, ο ανεξήγητος μσν. αυτός που δεν μπορεί να καταντήσει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κατανοῶ. ΠΑΡ. νεοελλ. ακατανοησία] … Dictionary of Greek
ακατανόητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν μπορεί να γίνει κατανοητός: Το βιβλίο αυτό είναι ακατανόητο. 2. περίεργος, ανεξήγητος: Η στάση του ανθρώπου αυτού μου είναι ακατανόητη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκατανοήτως — ἀκατανόητος inconceivable adverbial ἀκατανόητος inconceivable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατανόητον — ἀκατανόητος inconceivable masc/fem acc sg ἀκατανόητος inconceivable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατανοήτοις — ἀκατανόητος inconceivable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατανοήτου — ἀκατανόητος inconceivable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατανοήτῳ — ἀκατανόητος inconceivable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατανόητα — ἀκατανόητος inconceivable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατανόητοι — ἀκατανόητος inconceivable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άληπτος — ἄληπτος, ον (Α) [λαμβάνω] 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν νικήσει ή να τόν πιάσει, ακατάβλητος, ασύλληπτος 2. ακατάληπτος, ακατανόητος 3. (στη στωική φιλοσοφία) (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα άληπτα τα απαράδεκτα, σε αντίθ. προς τα ληπτά … Dictionary of Greek