-
1 ακατανοήτοις
-
2 ἀκατανοήτοις
См. также в других словарях:
ἀκατανοήτοις — ἀκατανόητος inconceivable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ακατανοήτοις
2 ἀκατανοήτοις
ἀκατανοήτοις — ἀκατανόητος inconceivable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)