Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀκατανόητα

См. также в других словарях:

  • ἀκατανόητα — ἀκατανόητος inconceivable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίνιγμα — Σύντομη σύνθεση, συνήθως έμμετρη, η οποία με εκφράσεις σκόπιμα ασαφείς προβάλλει ως ερώτημα πράγματα ή ενέργειες, για να βρει ο ερωτώμενος αυτό το οποίο κρύβεται. Γνωστό σε όλους τους λαούς από την πολύ παλαιά εποχή, αναφέρεται σε πράγματα… …   Dictionary of Greek

  • αδιανοητεύομαι — ἀδιανοητεύομαι (Μ) [ἀδιανόητος] μιλώ ακατανόητα, ακατάληπτα, ασυνάρτητα …   Dictionary of Greek

  • αλαμπουρνέζικα — τα ακατανόητα, αλλόκοτα, ακατάληπτα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης προέλευσης. Κατά τον Φαιδ. Κουκουλέ, η λ. προέρχεται από τη φράση αλά Μπουρνέζικα, «στα Μπουρνέζικα, δηλ. στη γλώσσα τής Σουδανικής φυλής Μπουρνού» απ’ όπου και η σημασία «αλλόκοτα,… …   Dictionary of Greek

  • αμήχανος — η, ο (Α ἀμήχανος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αμηχανία, που δεν ξέρει τί να κάνει αρχ. 1. αυτός που δεν έχει μέσα ή πόρους, ανίσχυρος, αδύνατος 2. ανίκανος, ανεπιτήδειος 3. αυτός που δεν παρέχει πόρους και συνεκδοχικά ανώφελος, άχρηστος 4.… …   Dictionary of Greek

  • αρά — (ara). Κοινή ονομασία διαφόρων ψιττακομόρφων αναρριχητικών πουλιών, που ζουν στις τροπικές περιοχές της Βόρειας και της Νότιας Αμερικής. Οι ά. ζουν μέσα στα δάση, όχι πολύ μακριά από τα ποτάμια, φτιάχνουν τις φωλιές τους μέσα σε κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

  • μάρα — η 1. μαρασμός, στενοχώρια, μαράζι 2. φρ. α) «η σάρα και η μάρα και το κακό συναπάντημα» όχλος, συρφετός β) «άρες μάρες κουκουνάρες» ή «άρες μάρες κουταμάρες» ασυναρτησίες, ακατανόητα λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πλαστή λ. από τη φράση «άρες μάρες» (για τη… …   Dictionary of Greek

  • μετεωρολεσχώ — μετεωρολεσχῶ, έω (Α) [μετεωρολέσχης] φλυαρώ για υψηλά και ακατανόητα πράγματα …   Dictionary of Greek

  • μετεωρολογία — Επιστήμη που μελετά τα φυσικά φαινόμενα (άλλοτε γνωστά ως μετέωρα), τα οποία λαμβάνουν χώρα στην ατμόσφαιρα της Γης και τους νόμους που τα καθορίζουν (ως ατμόσφαιρα της Γης μπορούμε να ορίσουμε το αεριώδες στρώμα που την περιβάλλει και συμμετέχει …   Dictionary of Greek

  • υποβαρβαρίζω — ΜΑ [βαρβαρίζω] μιλώ κάπως βαρβαρικά, μιλώ τα ελληνικά σαν ξένος αρχ. (σε ξόρκι) μουρμουρίζω ακατανόητα …   Dictionary of Greek

  • χρησμολογώ — χρησμολογῶ, έω, ΝΜΑ [χρησμολόγος] λέω χρησμούς, προφητεύω τα μέλλοντα νεοελλ. 1. ερμηνεύω χρησμούς 2. λέω πράγματα ακατανόητα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»