-
1 ακαλός
-
2 ἀκαλός
-
3 ἀκαλός
A peaceful, still, ἀκαλὰ προρέων, of a river, Hes.Fr. 218;ἄκαλα κλόνει Sapph.Supp.19
, cf. Hsch.. Eust.1009.30, EM44.29. Adv.- λῶς Eust. 1871.54
. [full] ἀκάλως, Adv., ([etym.] καλός) unwell,ἐὰν οὐκ ἀ. ἔχῃς, χαίρω POxy.1676.22
(iii A.D.). -
4 ακαλά
ἀκαλόςpeaceful: neut nom /voc /acc plἀκαλά̱, ἀκαλόςpeaceful: fem nom /voc /acc dualἀκαλά̱, ἀκαλόςpeaceful: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 ἀκαλά
ἀκαλόςpeaceful: neut nom /voc /acc plἀκαλά̱, ἀκαλόςpeaceful: fem nom /voc /acc dualἀκαλά̱, ἀκαλόςpeaceful: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 ακαλόν
-
7 ἀκαλόν
-
8 ακαλώς
-
9 ἀκαλῶς
-
10 ακαλή
-
11 ἀκαλή
-
12 ακαλήν
-
13 ἀκαλήν
-
14 ωκαλή
-
15 ὠκαλή
-
16 ἀκαλαρρείτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκαλαρρείτης
-
17 ἠκάδα
-
18 ἀκαλαρρείτης
ἀκαλα - ρρείτης ( ἀκαλός): gentlyflowing; epith. of Oceanus, Il. 7.422 and Od. 19.434.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀκαλαρρείτης
-
19 ἁπαλός
Grammatical information: adj.Meaning: `tender, weak' (Il.).Derivatives: ἁπάλιον θῦμα, δελφάκιον H. (text doubtful)Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown. On the formation cf. ὁμαλός, ἀταλός, *ἀκαλός (in ἀκαλαρρείτης), Chantr. Form. 245. Fur. 224 compares ἀμαλός, with π\/μ; possible, but uncertain. (Improb. vW.)Page in Frisk: 1,117-118Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἁπαλός
-
20 ἦκα
Grammatical information: adv.Meaning: `slowly, still, a little' (Il.);Other forms: adj. compar. ἥττων, Ion. ἥσσων `smaller, weaker' (Il.), superl. ἤκιστος `slowest' (Ψ 531), adv. ἥκιστα `the least, not at all' (IA), ἥκιστος `weakest, schlimmster' (Ael.).Compounds: IE [896] *sēk- `slow, quiet'Derivatives: From ἦκα: ἤκαλος = ἀκαλός (Call.), ἠκαλέον γελόωσα πράως, οὑκ ἐσκυθρωπακυῖα; ἠκαῖον ἀσθενές H. - From ἥσσων, ἥττων: ἡσσάομαι, ἡττάομαι `be less, be weaker' (after νικάομαι) with the backformation ἧσσα, ἧττα f. `defeat' (trag., Th., IA.); Ion. (Hdt., Herod.) has ἑσσόομαι (from *ἕσσων, innovation after κρέσσων). With ἦκα (with ep. psilosis like ἤκιστος; cf. Chantraine Gramm. hom. 1, 187) cf. ὦκα and other adverbs in -ᾰ (Schwyzer 622). Cognate is acc. to Froehde BB 16, 192, Osthoff IF 5, 297 Lat. sēgnis `slow' \< * sēc-ni-s; on the n-suffix cf. πύκ-α: πυκ-νός and Benveniste Origines 89f. Details in Seiler Steigerungsformen 65ff.Page in Frisk: 1,627Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἦκα
См. также в других словарях:
ακαλός — ἀκαλός, ή, ὸν (AM) ήσυχος, ειρηνικός, πράος (ποταμός) «ἀκαλὰ προρέων» (Ησίοδ. απ. 218) ήρεμο, αθόρυβο (ποτάμι). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκὴ «ησυχία, γαλήνη, σιγαλιά» + αλὸς (πρβλ. ομαλός, απαλός)] … Dictionary of Greek
ἀκαλός — peaceful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλά — ἀκαλός peaceful neut nom/voc/acc pl ἀκαλά̱ , ἀκαλός peaceful fem nom/voc/acc dual ἀκαλά̱ , ἀκαλός peaceful fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλόν — ἀκαλός peaceful masc acc sg ἀκαλός peaceful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλή — ἀκαλός peaceful fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλήν — ἀκαλός peaceful fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαλῶς — ἀκαλός peaceful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήκαλος — ἤκαλος, ον (Α) ακαλός*, ήσυχος, ειρηνικός, πράος, ήρεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί τού ακαλός*] … Dictionary of Greek
ήκα — ἦκα (Α) επίρρ. 1. (για τόπο ή κίνηση) λίγο, ελαφρά («ἦκ ἐπ ἀριστερά», Ομ. Ιλ.) 2. μαλακά, ήσυχα, με πραότητα, ήπια («ἀπώσατο ἦκα γέροντα», Ομ. Ιλ.) 3. (για ήχο) ήσυχα, σιγανά («ἦκα ἀγόρευον», Ομ. Ιλ.) 4. (για όψη) λεία, ελαφρά («ἦκα στίλβοντες… … Dictionary of Greek
ακή — (I) ἀκὴ, η (Α) αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκὴ ανάγεται στη ΙΕ ρίζα *ακ που σήμαινε «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός». Με την ίδια ρίζα συνδέονται πολλές λέξεις τής Ελληνικής, όπως ἄκρος, ἄκων, ἀκόντιον, ἀκμή, ἀκόνη κ.ά. Αντίθετα προς τη λ. ἀκή, που σώθηκε… … Dictionary of Greek
ακαλαρρείτης — ἀκαλαρρείτης, ο (Α) αυτός που ρέει ήσυχα, ο ακύμαντος «ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῑο» (Όμ. Η 422). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκαλὸς «ήσυχος, ήρεμος» ή ἀκαλὰ επιρρ. + ρείτης < ρεFε τας < ρέω πρβλ. και ἀκαλάρροος] … Dictionary of Greek