Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀκίδες

См. также в других словарях:

  • ἀκίδες — ἀκίς pointed object fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεξικέραυνο — Ηλεκτρικός αγωγός, προορισμός του οποίου είναι η προστασία από τις ατμοσφαιρικές ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδων. Το πρώτο α. κατασκεύασε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος το 1765. Η κατασκευή του περιλάμβανε ένα σιδερένιο ραβδί, μήκους 5… …   Dictionary of Greek

  • мыс — род. п. а, каменный мыс, у Арсен. Сухан. 118 (1651 г.), блр. мыс угол (стола) . Неясно. Сравнение с др. инд. mukham пасть, морда , греч. μυχός внутренность, глубина; залив, бухта , арм. mχеm (*muχem) ныряю (Бугге, KZ 32, 20; Уленбек, Aind. Wb.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Venus (mythology) — For other uses, see Venus (disambiguation). The Birth of Venus, by Sandro Botticelli c. 1485–1486 …   Wikipedia

  • Venus (mitología) — Para otros usos de este término, véase Venus. Venus con manzana de Bertel Thorvaldsen (c. 1805). Venus era una importante diosa romana relacionada principalmente con el amor, la belleza y la fertilidad …   Wikipedia Español

  • αγκίστρι — Μικρός μεταλλικός γάντζος, συνήθως από ατσάλι, που, εφοδιασμένος με δόλωμα, χρησιμοποιείται για ψάρεμα. Έχει μια ή περισσότερες ακίδες (κεντρίδες) και από το άλλο άκρο του, που μπορεί να είναι πεπλατυσμένο ή να έχει δακτύλιο, είναι δεμένο στην… …   Dictionary of Greek

  • αθερώδης — ἀθερώδης, ες (Α) [ἀθήρ] αυτός που έχει αθέρες, ακίδες, όπως το στάχυ …   Dictionary of Greek

  • ακιδοφόρος — ο αυτός που έχει ακίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακίς ίδος + φόρος < φέρω] …   Dictionary of Greek

  • ακιδώ — ἀκιδῶ ( όω) (AM) [ἀκίς] 1. κάνω κάτι αιχμηρό 2. μέσ. έχω ακίδες …   Dictionary of Greek

  • ακιδώδης — ες (Α ἀκιδώδης) [ἀκίς] νεοελλ. ο γεμάτος ακίδες αρχ. οξύς, αιχμηρός …   Dictionary of Greek

  • δίοδος — Ηλεκτρονική συσκευή που παρουσιάζει υψηλότατη αντίσταση σε ηλεκτρικό ρεύμα που τη διασχίζει κατά μία φορά και αμελητέα αντίσταση σε ρεύμα που τη διασχίζει κατά την αντίθετη φορά. Είναι στοιχείο μονής κατεύθυνσης και η λειτουργία της είναι ανάλογη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»