Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πόϑῳ

См. также в других словарях:

  • ποθώ — έω, ΝΜΑ, και αιολ. τ. ποθήω, Α 1. επιθυμώ έντονα κάτι που στερήθηκα (α. «ποθούσα να ξαναδώ τη μάνα μου» β. «ποθείς τὸν οὐ παρόντα καὶ μάτην καλεῑς», Αριστοφ.) 2. έχω έντονη ερωτική επιθυμία («καὶ συνοῡσαν αὐτῷ ποθεῑν αὐτόν», λουκ.) 3. επιθυμώ,… …   Dictionary of Greek

  • ποθώ — ποθώ, πόθησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: ποθώ : η παθητική φωνή είναι πολύ σπάνια, σε εκφρ. όπως: Μόνο έγω ξέρω πόσο αγαπήθηκε και ποθήθηκε η αδελφή μου (Χάρτ. Σεπτέμβρης, σελ. 155) και στη μτχ. το ποθούμενο (→ το επιθυμητό) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ποθώ — πόθησα, επιθυμώ πολύ, λαχταρώ: Σας εύχομαι ό,τι ποθείτε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποθῶ — πίνω Aër. aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ποθέω long for pres subj act 1st sg (attic epic doric) ποθέω long for pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόθω — Πόθος longing masc nom/voc/acc dual Πόθος longing masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόθω — πόθος longing masc nom/voc/acc dual πόθος longing masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόθῳ — Πόθος longing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόθῳ — πόθος longing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακριβοποθώ — ποθώ υπερβολικά κάποιον ή κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο * + ποθώ. ΠΑΡ. ακριβοπόθητος] …   Dictionary of Greek

  • Πόθωι — Πόθῳ , Πόθος longing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόθωι — πόθῳ , πόθος longing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»