Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀθροίσας

См. также в других словарях:

  • ἀθροίσας — ἀθροίσᾱς , ἀθρέω gaze at pres part act fem acc pl (doric) ἀθροίσᾱς , ἀθρέω gaze at pres part act fem gen sg (doric) ἀθροίσᾱς , ἀθροίζω gather together aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀθροΐσᾱς , ἀθροίζω gather together aor part …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁθροίσας — ἁθροίσᾱς , ἁθρέω gaze at pres part act fem acc pl (doric) ἁθροίσᾱς , ἁθρέω gaze at pres part act fem gen sg (doric) ἁθροίσᾱς , ἀθροίζω gather together aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἁθροΐσᾱς , ἀθροίζω gather together aor part …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπλοκή — η, ΝΜΑ [περιπλέκω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περιπλέκω, πλέξιμο, συστροφή («περιπλοκῆς δεῑται καί στηρίγματος [ὁ κιττός]», Πλούτ.) 2. μτφ. εμπλοκή σε δυσχέρειες, μπλέξιμο (α. «στις διαπραγματεύσεις παρουσιάστηκαν περιπλοκές» β. «ἵνα μὴ… …   Dictionary of Greek

  • πλην — ΝΜΑ και δωρ. τ. πλαν Ι. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) εκτός από, εξαιρέσει τού... (α. «όλοι πλην ενός» β. «οἱ Ἕλληνες... πλὴν Λακεδαιμονίων», Αρρ.) γ. «ἐλεύθερος γὰρ οὔ τις ἐστὶ πλὴν Διός», Σοφ.) αρχ. εκτός αυτού, επί πλέον αυτού II. νεοελλ. σύμβολο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»