Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀθλοθέτης

См. также в других словарях:

  • ἀθλοθέτης — one who awards the prize masc nom sg ἀ̱θλοθέτης , ἀθλοθετέω offer a prize imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀθλοθετέω offer a prize imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθλοθέτης — Στην αρχαιότητα α. ονομαζόταν ο ιδρυτής των αγώνων. Κυρίως όμως σήμαινε αυτόν που έκρινε τους αγώνες και μοίραζε τα βραβεία. Στην αρχαία Αθήνα διορίζονταν με κλήρο δέκα άντρες, ένας από κάθε φυλή, ως α. για τέσσερα χρόνια. Κύριο έργο τους είχαν,… …   Dictionary of Greek

  • αθλοθέτης — ο αυτός που ορίζει έπαθλα σε αγώνες· ουσ. αθλοθεσία, η …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀθλοθέται — ἀθλοθέτης one who awards the prize masc nom/voc pl ἀθλοθέτᾱͅ , ἀθλοθέτης one who awards the prize masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθλοθετῶν — ἀθλοθέτης one who awards the prize masc gen pl ἀθλοθετέω offer a prize pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθλοθέταις — ἀθλοθέτης one who awards the prize masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθλοθέτη — ἀθλοθέτης one who awards the prize masc voc sg ἀ̱θλοθέτη , ἀθλοθετέω offer a prize imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀθλοθετέω offer a prize pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀθλοθετέω offer a prize imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθλοθέτην — ἀθλοθέτης one who awards the prize masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθλοθέτου — ἀθλοθέτης one who awards the prize masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθλοθέτῃ — ἀθλοθέτης one who awards the prize masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθλοθέτας — ἀθλοθέτᾱς , ἀθλοθέτης one who awards the prize masc acc pl ἀθλοθέτᾱς , ἀθλοθέτης one who awards the prize masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»