-
1 αθλοθέτου
-
2 ἀθλοθέτου
См. также в других словарях:
ἀθλοθέτου — ἀθλοθέτης one who awards the prize masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αθλοθέτου
2 ἀθλοθέτου
ἀθλοθέτου — ἀθλοθέτης one who awards the prize masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)