Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀθλοθέτῃ

См. также в других словарях:

  • ἀθλοθέτη — ἀθλοθέτης one who awards the prize masc voc sg ἀ̱θλοθέτη , ἀθλοθετέω offer a prize imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀθλοθετέω offer a prize pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀθλοθετέω offer a prize imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθλοθέτῃ — ἀθλοθέτης one who awards the prize masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθλοθεσία — η (Α ἀθλοθεσία και τία) [ἀθλοθέτης] νεοελλ. διοργάνωση αγώνων με έπαθλο αρχ. το αξίωμα τού αθλοθέτη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»