-
1 ἡβάω
ἡβάω, in der ἥβη stehen, mannbar sein, in der Blüthe der Jahre stehen u. vollkommene Mannskraft besitzen; οὐδέ κέ μιν ῥέα – ἔχοι ἀνὴρ οὐδὲ μάλ' ἡβῶν Il. 12, 382; εἴϑ' ἃς ἡβώοιμι, βίη δέ μοι ἔμπεδος εἴη Od. 14, 468; αἲ γὰρ ἡβῷμ', ὡς ὅτε Il. 7, 133; ἀλλ' ὅταν ἡβήσειε καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο Hes. O. 131; Aesch. vrbdt γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ' ἡβῶσαν φέρει, Spt. 604, u. umgekehrt ἄγγελον δ' οὐ μέμψεται πόλις γέρονϑ' ἡβῶντα δ' εὐγλώσσῳ φρενί, Suppl. 756; Plat. vrbdí τῷ ἡβῶντι καὶ ἀνδρείῳ, Rep. V, 468 d; καὶ ἰσχύω Ar. Vesp. 357, der die παιδάρια den ἡβῶντες entggstzt, Ran. 1053; auch εἰ δ' ἐγὼ σϑένος ἥβων, wenn ich jugendlich stark wäre an Kraft, Eur. Herc. Für. 436; ἀπέκτειναν Μηλίων ὅσους ἡβῶντας ἔλαβον Thuc. 5, 116; Is. 1, 10 u. sonst. Vgl. διετής. – Auch von anderen Dingen, ἡμερὶς ἡβώωσα, ein Weinstock im kräftigsten, üppigsten Wuchs, Od. 5, 69; φλὸξ ἡβήσασα Aesch. frg. 378, vgl. Simonds. 48 (VII, 24); ἡβῶντ' ἀρτίως οἰνίσκον Cratin. bei Ath. I, 29 d; τοὺς ἡβῶντας τῶν βοτρύων Long. 4, 5. – Uebertr. auch ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῖς γέρουσιν εὖ μαϑεῖν, die Wißbegier, Fähigkeit zu lernen bleibt auch im Alter jugendlich rege, Aesch. Ag. 570; ὅταν γὰρ ἡβᾷ δῆμος εἰς ὀργὴν πεσών, Eur. Or. 685, wenn das in Zorn gerathene Volk heftig aufbraus't; auch = jugendlich froh sein, ἡβώοις φίλε ϑυμέ Theogn. 877, wo Bergk ἥβα μοι vermuthet; Hesych. erkl. μεϑύσκεσϑαι, εὐωχεῖσϑαι.
-
2 ἡβάω
ἡβάω, in der ἥβη stehen, mannbar sein, in der Blüte der Jahre stehen u. vollkommene Mannskraft besitzen; εἰ δ' ἐγὼ σϑένος ἥβων, wenn ich jugendlich stark wäre an Kraft; ἡμερὶς ἡβώωσα, ein Weinstock im kräftigsten, üppigsten Wuchs. Übertr. auch ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῖς γέρουσιν εὖ μαϑεῖν, die Wissbegier, Fähigkeit zu lernen bleibt auch im Alter jugendlich rege; ὅταν γὰρ ἡβᾷ δῆμος εἰς ὀργὴν πεσών, wenn das in Zorn geratene Volk heftig aufbraust; auch = jugendlich froh sein -
3 ἡβάω
ἡβ-άω, Cret. [full] ἡβίω Leg.Gort.7.41,al., [dialect] Aeol.(?) [full] ἀβάω Hdn.Gr.2.16, Alc.Supp.7.11 (dub.); [dialect] Ep. opt. ἡβώοιμι, part. ἡβώων (v. infr.): [tense] impf.A : [tense] fut. - ήσω ([etym.] ἐφ-) X.Cyr.6.1.12, [dialect] Dor. ἡβάσω [ᾱ] AP7.482: [tense] aor. 1ἥβησα Od.1.41
, Hes.Op. 132, Pl.Ap. 41e: [tense] pf. ἥβηκα ([etym.] παρ-) Hdt.3.53, etc.: ([etym.] ἥβη):— attain or have attained puberty, ;ἡβῶσιν ὀψέ Hp.
Aër.4;ἐπειδὰν ἡβήσωσι Pl.Ap.
l.c.; of women. γυνὴ τέτορ' ἡβώοι (sc. ἔτη ) four years past puberty, Hes.Op. 698; ἡβάσεις ἥβαν APl.c.; ἡβᾶν ἐπὶ διετές, v. sub διετής; ὀμόσαι Χαλκιδέων τοὺς ἡβῶντας ἅπαντας all the adults, IG12.39.32, cf. Ar.Ra. 1055, Th.4.132.2 to be in the prime of youth,εἴθ' ὣς ἡβώοιμι, βίη τέ μοι ἔμπεδος εἴη Od.14.468
, al.; ἀνὴρ οὐδὲ μάλ' ἡβῶν not even in the prime of life, Il.12.382, cf. Od. 23.187, A.Ch. 879;γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ' ἡβῶσαν φέρει Id.Th. 622
; ἡβᾶν σθένος to be young and strong, E.HF 436 (lyr.); ἥβων I was young, Ar.V. 357; ἡ. τὰς αἰσθήσεις, of an old man, Philostr.VS1.9.3; of plants, ἡμερὶς ἡβώωσα a young, luxuriant vine, Od.5.69, cf. Simon.183.3, Longus 4.5; ἡβῶντ' ἀρτίως οἰνίσκον ( παρὰ προσδοκίαν for νεανίσκον) Cratin.183.3 metaph., to be fresh, vigorous,ἡβώοις, φίλε θυμέ Thgn.877
(dub. l.); ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῖς γέρουσιν εὖ μαθεῖν ' tis always youth for old men to learn, i.e. 'tis never too late to learn, A.Ag. 584 (nisi leg. ἥβη) ; ἡβᾷ δῆμος εἰς ὀργὴν πεσών the people rages like a passionate youth, E.Or. 696, cf. νεανικός; ἄγγελον.. γέρονθ', ἡβῶντα δ' εὐγλώσσῳ φρενί exulting, A.Supp. 775; also of things, γάμοι, ἔαρ ἡ., Opp.H.1.474, 2.252. -
4 γέρων
A old man, Il.1.33, etc.: pleon.,παλαιοὶ γέροντες Ar. Ach. 676
;ἄνους τε καὶ γ. S.Ant. 281
, cf. Ar.Eq. 1349; ; .2 γέροντες, οἱ, Elders, Chiefs, sq., cf. 9.574, Od.2.14; later, Senators, esp. at Sparta, Hdt.1.65, 6.57, Pl.Lg. 692a, IG22.687, Arist.Pol. 1265b38 (sg.γέροντι IG5(1).1346
, but usu. γερουσίας, q. v.); in other states, as at Elis, Arist.Pol. 1306a17, cf. 1272a7, OGI479.11 ([place name] Dorylaeum).II as Adj., old,γέρον σάκος Od.22.184
;γ. γράμμα A.Fr. 331
; more freq. in masc.,γ. πατήρ Il.1.358
, Od.18.53;ἀνὴρ γ. Thgn. 1351
;γ. χαλκός Simon.144
;γ. λόγος A.Ag. 750
(lyr.);ἵππος S.El. 25
; (codd. but πίνος Scaliger, edd.);οἶνος Alex. 167.5
, cf. Eub.124; πέπλος, λέμβος, Theoc.7.17, 21.12: rarely in Prose,οἱ γέροντες τῶν ἰχθύων Arist.HA 607b28
; of stags, ib. 611b3; Ἀντίγονος ὁ γ. Antigonus the Elder, Plu.Pel.2: neut. pl., γέροντα βουλεύεις (for ἀρχαῖα) S.Fr. 794.III part of the spinning-wheel, Pherecr.114. (Skt. járant- 'old', járati 'render infirm'; cf. γέρας.) -
5 μανθάνω
Aμᾰθήσομαι Thgn.35
, Parm.1.31, A. Pr. 926, S.Aj. 667, OC 1527, Pl.Phlb. 53e, etc.; [dialect] Dor. μᾰθεῦμαι dub. in Theoc.11.60; lateμαθήσω Gal.13.450
, Sect.Intr.9 (cod. L): [tense] aor.ἔμᾰθον Pi.N.7.18
, etc.; [dialect] Ep.ἔμμαθον Od.17.226
, μάθον (v. infr.): [tense] pf.μεμάθηκα Anacr.74
, Xenoph.10, Emp.17.9, Ar.Nu. 1148, Pl.Euthphr.9c, etc.: [tense] plpf. ἐμεμαθήκη ib. 14c; [ per.] 3sg.ἐμεμαθήκει Id.Men. 86a
; [ per.] 3pl.μεμαθήκεσαν Hp.VM10
:—[voice] Pass., used by good writers only in [tense] pres., as Pl. Ti. 87b, Men. 88b.—Hom. uses only the [dialect] Ep. [tense] aor. forms μάθον, ἔμμαθες, ἔμμαθε:— learn, esp. by study (but also, by practice, Simon.147, Arist.EN 1103a32, Metaph. 1049b31, 980b24; by experience, A.Ag. 251 (lyr.), Arist.AP0.81a40), thrice in Hom.,ἔργα κακά Od.17.226
,18.362: c. inf.,μάθον ἔμμεναι ἐσθλός Il.6.444
: freq. later,οὐδὲ μαθόντες γινώσκουσιν Heraclit.17
; ; ταλάντου τοῦτ' ἔμαθεν for a talent, Ar.Nu. 876; οἱ μανθάνοντες learners, pupils, X.Mem.1.2.17; μ. τὰ Ὁμήρου ἔπη learn by heart, Id.Smp.3.5;μ. βέμβικα Ar.Av. 1461
; μ. τί τινος learn from.., Pi.P.3.80, A.Pr. 701, S.OT 575, etc.: with Preps., ἐσθλῶν ἄπ' ἐσθλὰ μαθήσεαι Thgn.l.c.; μ. καθ' Ὅμηρον Xenoph.l.c.;τι ἔκ τινος S.El. 352
; ;παρά τινος A. Ag. 859
, S.Ant. 1012, etc.; παρά τινος ὅτι .. Isoc.8.67;πρός τινος S. OC12
; πρὶν μάθοιμ' εἰ .. Id.Ph. 961: c. inf., learn to.., or how to.., Il. l.c., Pi.P.4.284, A.Pr. 1068 (anap.), S.Aj. 667;μ. σεαυτὸν αἰς χύνεσθαι Democr.244
.II acquire a habit of, and in past tenses, to be accustomed to.., c. inf., Emp.17.9, Hp.VM10;τοὺς μεμαθηκότας ἀριστᾶν Id.Acut.28
; τὸ μεμαθηκός that which is usual,πρότερον ἢ ὕστερον τοῦ μ. Id.Mul.2.128
; ἀργαὶ μανθάνουσι acquire a habit of idleness, <*> Ep.Ti.5.13.2 freq. c. part.,μ. τὴν νέα ἐμβαλοῦσαν Hdt.8.88
;ἔμαθον ταῦτα πρησσόμενα Id.1.160
;ἵνα μάθῃ σοφιστὴς ὤν A.Pr.62
;μὴ μάθῃ μ' ἥκοντα S.Ph.13
, cf. E.Ba. 1113; μάνθανε ὤν know that you are, S.El. 1342;διαβεβλημένος οὐ μανθάνεις Hdt.3.1
;εἰ μὴ μανθάνετε κακὰ σπεύδοντες Th.6.39
.IV understand (cf Pl.Euthd. 277e),ὡς μάθω σαφέστερον A.Ch. 767
;ὄψ' ἐμάθεθ' ἡμᾶς E.Ba. 1345
;τὰλεγόμενα Lys.10.15
, etc.: c. dat. pers., εἴ μοι μανθάνεις if you take me, Pl. R. 394c: freq. in Dialogue, μανθάνεις; d'ye see? Answ., πάνυ μανθάνω perfectly! Ar.Ra. 195, cf. Pl.Men. 84d. Tht. 174b;εἶεν, μανθάνω Id.R. 372e
, cf. Phd. 117b, etc.V τί μαθών .. ; freq. in questions, lit. under what persuasion, with what idea? hence ironically for why on earth? τί δὴ μ. φαίνεις ἄνευ θρυαλλίδος; Ar.Ach. 826, cf. Nu. 402, 1506, Lys. 599, Pl. 908; τί τοῦτο μ. προσέγραψεν; D.20.127 (sts. with v.l. τί παθών; what possessed you to.. ? cf. πάσχω); imitated in later Greek, Ael.Fr.67; also indirectly, because (with a sense of disapprobation), ;ὅ τι μαθὼν.. οὐχ ἡσυχίαν ἦγον Pl.Ap. 36b
;σοὶ εἰς κεφαλήν, ὅ τι μαθών μου καὶ τῶν ἄλλων καταψεύδη τοιοῦτο πρᾶγμα Id.Euthd. 283e
, cf. 299a: even with neut. subject,ὅμως δ' ἂν κακὰ ἦν, ὅ τι μαθόντα χαίρειν ποιεῖ Id.Prt. 353d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μανθάνω
См. также в других словарях:
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek
ηβώ — (Α ἡβῶ, άω, κρητ. τ. ἡβίω, αιολ. τ. ἀβάω) [ήβη] 1. φθάνω στην ήβη, στην εφηβική ηλικία («ὅταν ἡβήσαι τε καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο», Ησίοδ.) 2. βρίσκομαι στην ακμή τής ηλικίας («ἀνὴρ οὐδὲ μάλ ἡβῶν» άνδρας που δεν έχει φθάσει ακόμη στην ακμή τής… … Dictionary of Greek