Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀδικήματα

См. также в других словарях:

  • ἀδικήματα — ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγροτικά αδικήματα — Αξιόποινες πράξεις που στρέφονται κατά της αγροτικής ιδιοκτησίας και γίνονται σε βάρος των αγροτικών κτημάτων. Τα α.α. διακρίνονται σε αγροζημίες, αγροτικές παραβάσεις και αγρονομικές παραβάσεις. Αγροζημίες θεωρούνται οι κλοπές, οι υπεξαιρέσεις… …   Dictionary of Greek

  • αγορανομικά αδικήματα — Πράξεις ή παραλείψεις που αφορούν τη διάπραξη ορισμένων αδικημάτων που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις σχετικές διατάξεις του Αγορανομικού Κώδικα. Οι διατάξεις αυτές αφορούν τη ρύθμιση και τον έλεγχο των τιμών των αγαθών, τα ποσοστά κέρδους …   Dictionary of Greek

  • κἀδικήματ' — ἀδικήματα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc pl ἀδικήματι , ἀδίκημα wrong done neut dat sg ἀδικήματε , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀδικήμαθ' — ἀδικήματα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc pl ἀδικήματι , ἀδίκημα wrong done neut dat sg ἀδικήματε , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀδικήματ' — ἀδικήματα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc pl ἀδικήματι , ἀδίκημα wrong done neut dat sg ἀδικήματε , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀδικήματα — ἀδικήματα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδικήμαθ' — ἀδικήματα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc pl ἀδικήματι , ἀδίκημα wrong done neut dat sg ἀδικήματε , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδικήματ' — ἀδικήματα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc pl ἀδικήματι , ἀδίκημα wrong done neut dat sg ἀδικήματε , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έγκλημα — Κάθε αδίκημα αντίθετο με τον νόμο, για το οποίο η πολιτεία προβλέπει την επιβολή ποινής. Η κοινή χρήση του όρου έ. είναι πολύ πιο περιορισμένη από τη νομική. Αναφέρεται, συνήθως, στις πολύ βαριές παραβάσεις των ηθικών αρχών ή των πολύ γνωστών… …   Dictionary of Greek

  • δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»