Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀγχίμολον

См. также в других словарях:

  • ἀγχίμολον — ἀγχίμολος coming near masc/fem acc sg ἀγχίμολος coming near neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγχίμολος — (τέλη 6ου αι. π.Χ).Σπαρτιάτης στρατηγός, γιος του Αστέρα. Στάλθηκε από τη Σπάρτη στην Αθήνα με στρατό για να διώξει τους Πεισιστρατίδες. Στη μάχη που επακολούθησε στο Φάληρο, οι Λακεδαιμόνιοι νικήθηκαν από τους συνασπισμένους με χίλιους Θεσσαλούς …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»