-
1 ἀγχί-μολος
ἀγχί-μολος, poet., nahe kommend, nahe, neutr. adverbial; Hom. stets im neutr., ἀγχίμολον ἦλϑε Il. 4, 529 Od. 8, 300 u. öfter, ἐξ ἀγχιμόλοιο ἰδὼν ἐφράσσατο Il. 24, 352, aus der Nähe; οἵ έϑεν ἀγχίμολοι ναῖον Theocr. 25, 203; ἀγχίμολον μετ' αὑτόν Od. 17, 336, bald, oder richtiger: dicht hinter ihm. – Ein Verbum ἀγχιμολεῖν hat Nonn. D. 25, 666.
См. также в других словарях:
ἀγχίμολον — ἀγχίμολος coming near masc/fem acc sg ἀγχίμολος coming near neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγχίμολος — (τέλη 6ου αι. π.Χ).Σπαρτιάτης στρατηγός, γιος του Αστέρα. Στάλθηκε από τη Σπάρτη στην Αθήνα με στρατό για να διώξει τους Πεισιστρατίδες. Στη μάχη που επακολούθησε στο Φάληρο, οι Λακεδαιμόνιοι νικήθηκαν από τους συνασπισμένους με χίλιους Θεσσαλούς … Dictionary of Greek