Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀγρίων

См. также в других словарях:

  • Ἀγρίων — Ἄγριος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρίων — ἄγριος living in the fields fem gen pl ἄγριος living in the fields masc/neut gen pl ἄγριος living in the fields masc/fem/neut gen pl ἀγρέω take pres part act masc nom sg (doric) ἀ̱γρίων , ἀγριάω to be savage imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • дивии — (56) пр. 1. Дикий, находящийся в естественном, природном состоянии. || Не прирученный, живущий на воле (о животных, птицах): звериѥ же дивіи скрьжтахѹ на нь зѹбы своими. ПрЛ XIII, 64а; и дивьихъ ѡселъ и вельблѹдъ ˫ади ѿвергошасѩ. (ἀγρίων) ГА… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ASINORUM Caro — saltem in fame, pro cibo fuisle legitur, 2. Regum c. 6. v. 25. ubi in Samaria a Syris obsesla, narratur asini caput siclis 80. venisse. Sic Artaxerxes apud Cadusios in summa fame, sola iumenta concidebat, cum nihil aliud suppeteret, ὥςτε ὄνου… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • Άρτεμη — I Θεότητα του δωδεκάθεου των αρχαίων Ελλήνων. Το όνομά της δεν μας αποκαλύπτει τίποτα για την καταγωγή της. Τα χαρακτηριστικά όμως γνωρίσματα, με τα οποία εμφανίζεται στην Πελοπόννησο, όπου η λατρεία της είναι παλαιότερη από οπουδήποτε αλλού, ως… …   Dictionary of Greek

  • Ζιμπάμπουε — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζιμπάμπουε Παλαιότερη ονομασία: Ροδεσία Έκταση: 390.759 τ. χλμ Πληθυσμός: 11.376.676 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Χαράρε (1.864.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α και στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Μάλι — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα ΒΑ με την Αλγερία, στα Α με τη Δημοκρατία του Νίγηρα, στα Δ με τη Μαυριτανία και τη Σενεγάλη και στα Ν με τη Γουινέα, την Ακτή του Ελεφαντοστού και την Μπουρκίνα Φάσο.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • Mount Cragus — or Mount Cragos or Mount Kragos (Greek: Κράγος) – also recorded as Hiera Acra – is a mountain in Turkey, in what was formerly ancient Lycia, Asia Minor. Map of Lycia showing significant ancient cities and some major mountains and rivers. Red dots …   Wikipedia

  • дикыи — (38) пр. Дикий, находящийся в естественном, природном состоянии. || Не прирученный, живущий на воле (о животных): конь дики(х) своима рукама свѩзалъ ѥсмь. въ пуша(х) ·і҃· и ·к҃· живы(х) конь. ЛЛ 1377, 82 об. (1096); іже владѣють надъ дикими… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»