-
1 λαμψάνη
Grammatical information: f.Meaning: `kind of cabbage', `Brassica arvensis'; Strömberg Pflanzennamen 24: because of the gleaming colour (Dsc., Gal.; pap.)Other forms: Also λαψ-, λεψ-. Further λαψάνη τῶν ἀγρίων λαχάνων ἐσθιομένη H.; and λάψα γογγυλίς. Πεγαῖοι H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The variants (note λεψ-) prove Pre-Greek origin; unclear to me Fur. 285 n. 65.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λαμψάνη
См. также в других словарях:
Ερ — I (Eure). Νομός (6.040 τ. χλμ., 541.054 κάτ. το 2001) της βορειοδυτικής Γαλλίας. Οφείλει την ονομασία του στον ομώνυμο ποταμό. Ο νομός διασχίζεται από τον Σηκουάνα, στον οποίο εκβάλλουν όλοι οι ποταμοί του νομού. Ο Ε. οφείλει την οικονομική του… … Dictionary of Greek