-
1 ἀγρο-νὁμος
ἀγρο-νὁμος, landbewohnend (VLL. οἱ ἐν ἀγροῖς διατρίβοντες), Νύμφαι Od. 6, 106 ( ἅπαξ εἰρημ.; Megaklides las ἀγρόμεναι παίζουσιν ἀνὰ δρία παιπαλόεντα, s. Scholl.); von Thieren, auf dem Felde lebend, ϑῆρες Aesch. Ag. 140; αὐλαί, ländl. Wohnungen, Soph. Ant. 782; πλάκες O. R. 1103, wo Herm. ἀγρόνομοι schreibt, denn Schol. erkl. τόπος ἔνϑα τὰ ἄγρια νέμεται; D. Per. 187 steht ἀγρόνομοι Μασυλῆες falsch; Mel. 111 (VII, 196) ἀγρονόμη μοῠσα, ländlicher Gesang, – ὁ ἀγρονόμος, s. d. Vor.
-
2 ἀγρο-νομία
ἀγρο-νομία, ἡ, das Amt des - νόμος, eines Beamten in Athen, Aufsehers über die Stadtländereien, oft bei Plat. Legg.; Arist. Po I. 6, 5 οἱ τῶν περὶ τὰ ἔξω τοῠ ἄστεος ἄρχοντες.
-
3 ἀγρονόμος
2 Subst. [full] ἀγρονόμος, ὁ, ([etym.] νέμω) a magistrate in charge of the country districts, Pl.Lg. 760b, al., cf. Arist.Pol. 1321b30.II [full] ἀγρόνομος, ον, affording open pasturage, πλάκες, αὐλαί, S.OT 1103, Ant. 785 (both lyr.);ὕλη Opp.H.1.27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγρονόμος
-
4 ἀγρονόμος
ἀγρο-νόμος ( νέμω): inhabiting the fields, rural, νύμφαι, Od. 6.106†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀγρονόμος
-
5 ἀγρονὁμος
ἀγρο-νὁμος, land- od. feldbewohnend; von Tieren: auf dem Felde lebend; subst. Landmann -
6 ἀγρόνομος
ἀγρό-νομος, als Acker beweidet, ländlich -
7 αγρονομος
-
8 ἀγρονομία
ἀγρο-νομία, das Amt des -νόμος, eines Beamten in Athen, Aufsehers über die Stadtländereien
См. также в других словарях:
εύνομος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αρχιτέλη, υπηρετούσε στο τραπέζι του Οινέα, όταν εκεί ήταν φιλοξενούμενος ο Ηρακλής. Επειδή έχυσε από απροσεξία του το νερό στα χέρια του ήρωα, ο Ηρακλής τον σκότωσε με ένα ράπισμα. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1.… … Dictionary of Greek
Ισιονόμος — Ἰσιονόμος, ό (Α) πάπ. φύλακας τού ναού τής Ίσιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ἴσις + νομος (< νόμος), πρβλ. αγρο νόμος, μελισσο νόμος] … Dictionary of Greek
θεμιστονόμος — θεμιστονόμος, ὁ (Α) δικαστής, κριτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι)* + νομος (< νόμος < νέμω), πρβλ. αγρο νόμος, παιδο νόμος] … Dictionary of Greek
θαλασσονόμος — θαλασσονόμος, ον (Α) αυτός που ζει μέσα στη θάλασσα («κόγχαι θαλασσονόμοι» κοχύλια). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + νομος (< νέμω), πρβλ. αγρο νόμος, βου νόμος] … Dictionary of Greek
θερεινόμος — θερεινόμος, ον (Α) αυτός που μπορεί να παράσχει βοσκή στα ζώα κατά το θέρος («θερινόμος πόα» θερινή βοσκή, Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + νομος (< νέμω), πρβλ. αγρο νόμος, παιδο νόμος] … Dictionary of Greek
αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 … Dictionary of Greek