Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀγρο-νόμος

См. также в других словарях:

  • εύνομος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αρχιτέλη, υπηρετούσε στο τραπέζι του Οινέα, όταν εκεί ήταν φιλοξενούμενος ο Ηρακλής. Επειδή έχυσε από απροσεξία του το νερό στα χέρια του ήρωα, ο Ηρακλής τον σκότωσε με ένα ράπισμα. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Ισιονόμος — Ἰσιονόμος, ό (Α) πάπ. φύλακας τού ναού τής Ίσιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ἴσις + νομος (< νόμος), πρβλ. αγρο νόμος, μελισσο νόμος] …   Dictionary of Greek

  • θεμιστονόμος — θεμιστονόμος, ὁ (Α) δικαστής, κριτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι)* + νομος (< νόμος < νέμω), πρβλ. αγρο νόμος, παιδο νόμος] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσονόμος — θαλασσονόμος, ον (Α) αυτός που ζει μέσα στη θάλασσα («κόγχαι θαλασσονόμοι» κοχύλια). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + νομος (< νέμω), πρβλ. αγρο νόμος, βου νόμος] …   Dictionary of Greek

  • θερεινόμος — θερεινόμος, ον (Α) αυτός που μπορεί να παράσχει βοσκή στα ζώα κατά το θέρος («θερινόμος πόα» θερινή βοσκή, Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + νομος (< νέμω), πρβλ. αγρο νόμος, παιδο νόμος] …   Dictionary of Greek

  • αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»