-
1 Αγροτέρας
Ἀγροτέρᾱς, Ἀγροτέρηfem acc pl (doric)Ἀγροτέρᾱς, Ἀγροτέρηfem gen sg (attic doric aeolic) -
2 Ἀγροτέρας
Ἀγροτέρᾱς, Ἀγροτέρηfem acc pl (doric)Ἀγροτέρᾱς, Ἀγροτέρηfem gen sg (attic doric aeolic) -
3 αγροτέρας
ἀγροτέρᾱς, ἀγρότεροςwild: fem acc plἀγροτέρᾱς, ἀγρότεροςwild: fem gen sg (attic doric aeolic) -
4 ἀγροτέρας
ἀγροτέρᾱς, ἀγρότεροςwild: fem acc plἀγροτέρᾱς, ἀγρότεροςwild: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 μετέρχομαι
μετέρχομαι, [dialect] Aeol. and [dialect] Dor. [full] πεδέρχομαι, Pi.N.7.74, Theoc.29.25: [tense] fut.Aμετελεύσομαι Il.6.280
(in [dialect] Att. the [tense] impf. and [tense] fut. are borrowed from μέτειμι, q. v.):— come or go among, c. dat. pl., Od.1.134, 6.222: freq. abs. in part., μετελθών if he came among them, Il.4.539, etc.; of a leader, στίχας.. Ἄρης ὄτρυνε μετελθών having gone between the ranks, 5.461, cf. 13.351.2 go among with hostile purpose, attack,λέων ἀγέληφι μετελθών 16.487
: with a double construction,βουσὶ μετέρχεται ἢ ὀΐεσσιν ἠὲ μετ' ἀγροτέρας ἐλάφους Od.6.132
.II go to another place,πόλινδε μετέρχεο Il.6.86
;μ. εἰς τὸ ἱερόν D.Ep.2.20
; εἰς θεοὺς μ., i.e. die, OGI56.55 (Canopus, iii B.C.); migrate, change one's abode, Hp.Aër.18, PRev.Laws44.11 (iii B.C.); of a slave, to be transferred, PCair.Zen.355.51 (iii B.C.).IV go to seek, go in quest of, c. acc. pers.,Πάριν μετελεύσομαι Il.6.280
, cf. Archil.44, etc.: also c. acc. rei, πατρὸς κλέος εὐρὺ μετέρχομαι I go to seek tidings of my father, Od.3.83: generally, seek, E.El. 582, etc.;τὴν ἐλευθερίαν Th. 1.124
;ἀσκήσει τὸ ἀνδρεῖον μ. Id.2.39
;τὸ πάγχρυσον δέρας Πελίᾳ μ. E.Med.6
;ἰατρόν τινι μ. Ar.Ec. 363
.2 in hostile sense, pursue, Il.5.456, 21.422: metaph.,Ὀροίτεα τίσιες μετῆλθον Hdt.3.126
;ἡ Πυθίη μ. αὐτὸν τοισίδε τοῖσι ἔπεσι Id.6.86
.γ; Προμηθέα κλοπῆς δίκη μετῆλθεν Pl.Prt. 322a
; in legal sense, prosecute,μ. φονέα Antipho 1.10
; punish,τινὰς ταῖς ἐσχάταις τιμωρίαις μ. Lycurg.116
: c. acc. rei, seek to avenge,ὑβρισθέντας γάμους E.IT14
: c. dupl. acc. pers. et rei, visit a crime upon..,μ. ἁρπαγὰς Ἑλένης Ἰλίου πόλιν Id.Cyc. 280
, cf. Or. 423; : later c. gen., J.AJ1.4.2, Longus 1.12.3 of things, go after, attend to,ἔργα μετερχόμενος Od.16.314
;μετέρχεο ἔργα γάμοιο Il.5.429
; prosecute, pursue a business, ;τὰ ἐγκλήματα Th.1.34
; , etc.; μ. ἄλλων πημάτων κακὰς ὁδούς narrate them, E. Ion 930;μ. ἴχνος Pl.Tht. 187e
.4 claim at law, προῖκα ὀφείλεσθαι Mitteis Chr.88.20 (ii A.D.); οἱ μετερχόμενοι the claimants, PGnom.35 (ii A.D.).5 approach with prayer or sacrifice,θεὸν εὐχαῖσιν E.Ba. 713
; : with inf. added, ἐγώ σε μ. τῶν θεῶν εἰπεῖν τὠληθές I beseech you by the gods to speak the truth, Id.6.68, cf. 69;πὲρρ ἁπαλῶ στύματός σε πεδέρχομαι ὀμνάσθην Theoc.29.25
.6 court, woo a woman, Pi.I.7(6).7.2 of honours, pass, descend,εἰς τοὺς παῖδάς τινος IG12(9).906.20
(Chalcis, iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετέρχομαι
-
6 πρόξ
См. также в других словарях:
Ἀγροτέρας — Ἀγροτέρᾱς , Ἀγροτέρη fem acc pl (doric) Ἀγροτέρᾱς , Ἀγροτέρη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροτέρας — ἀγροτέρᾱς , ἀγρότερος wild fem acc pl ἀγροτέρᾱς , ἀγρότερος wild fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Agrotera — For the genus of crambidae (grass moths) called Agrotera, see , or subfamily spilomelinae. Agrotera (Gr. polytonic|Ἀγροτέρα, the huntress ) was an epithet of the Greek goddess Artemis, [Homer, Iliad xxi. 471] [Xenophon, Cynegeticus 6.13]… … Wikipedia
AGRAE — oppid. est mediterraneum Arcadiae Plin.l. 4. c. 6. Item Atticae regiuncula, Dianae ἁγροτέρας templô insignis. Cael. Rhodig. l. 20. c. 7 … Hofmann J. Lexicon universale
άγρα — I Στην αρχαία Αθήνα, η αριστερά του Ιλισού περιοχή, από το Παναθηναϊκό στάδιο έως τη σημερινή οδό Αναπαύσεως περίπου. Στην αρχαία εποχή η περιοχή αυτή ήταν δασώδης και αφιερωμένη στη θεά του κυνηγιού Άρτεμη, που λεγόταν και Αγροτέρα. Η ονομασία Ά … Dictionary of Greek
Αγρύλης, δήμος — Αρχαίος δήμος της Αττικής, στα νότια της Αθήνας. Χωριζόταν, σύμφωνα με επιγραφές, στον υπένερθεν, κοντά στον Υμηττό, και στον καθύπερθεν, στην αριστερή όχθη του Ιλισού. Ο δ.Α. ανήκε στην Ερεχθηίδα φυλή. Περιλάμβανε τον Αρδηττό, το ύψωμα όπου… … Dictionary of Greek
Αίγειρα ή Αίγιρα — Αρχαία πόλη της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, στη σημερινή θέση Παλαιόκαστρο, όπου βρέθηκαν και ερείπιά της, δηλαδή τα θεμέλια μικρού ναού του Δία και μαρμάρινη κεφαλή του θεού, που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Ο Παυσανίας… … Dictionary of Greek