-
1 αγορητύς
-
2 ἀγορητύς
-
3 ἀγορητύς
ἀγορητύς: gift of speaking, eloquence, Od. 8.168†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀγορητύς
-
4 ἀγορητύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγορητύς
-
5 αγορητύν
-
6 ἀγορητύν
-
7 ἔδω
Grammatical information: v.Meaning: `eat'.Other forms: athem. inf. ἔδμεναι (Hom.), fut. ἔδομαι (Il.), perf. ptc. act. ἐδηδώς (Ρ 542), med. ἐδήδοται (χ 56; after πέποται), with act. ἐδήδοκα (Att.); aor. pass. ἠδέσθην, perf. med. ἐδήδε(σ)μαι (Att.); new pres. ἔσθω (Il.), ἐσθίω (Od.)Compounds: with prefix κατ-έδω, - εσθίω (- έσθω), - έδομαι `eat up' (Il.), ἀπ-εσθίω, - έδομαι `id.' (Att.).Derivatives: εἶδαρ \< *ἔδ-Ϝαρ `food' (Il.; Porzig Satzinhalte 347; ἔδαρ βρῶμα H., s. below). ἐδωδή `food, meal' (Il.), redupl. with - ω-; ἐδώδιμος `eatable' (Hdt.; s. Arbenz Die Adj. auf - ιμος 50f.), ἐδωδός `usable as food' (Hp.). ἐδητύς f. (only gen. -τῠ́ος) `food' (Hom.); - η- unclear, but cf. βοητύς, ἀγορητύς; s. Porzig Satzinhalte 183f., Benveniste Noms d'agent 67. ἔδεσμα `food' (Att.) with ἐδεσμάτιον (Procl.); ἐδεστής `eater' (Hdt.). ἐδηδών φαγέδαινα H., cf. ἐδηδώς and Specht Ursprung 389. - On ὀδούς ( ὀδών), ὀδύνη, ὠδίς s. vv.Etymology: The old athem. present, seen in Greek in inf. ἔδμεναι, in the fut. = subj. ἔδ-ο-μαι, perh. also in ipv. ἔσθι (ρ 478?; s. Chantr. Gramm. hom. 1, 292), is found in several languages; Hitt. ed-mi ( e-it-mi) `eat', Skt. ád-mi `id.', 3. sg. át-ti, Lat. ēs-t, Lith. ė́s-ti, OCS jas-tъ `eat'; IE * ed-mi, -ti. Younger themat. forms (cf. Goth. itan, 3. sg. pres. it-iÞ) s. Chantr. l. c. (Armenian has iterative utem (as if Gr. *ὠδέω). - From the ipv. ἔσθι (= Skt. addhí) developed the sec. presents ἔσθω and ἐσθίω (s. Schwyzer 713 n. 6). The other forms are Greek innovations, ἠδέσθην, ἐδήδε(σ)μαι (after ἐτελέσθην); from there ἔδεσμα, ἐδεστής (cf. ὠμηστής), ἐδεστός. As aorist φαγεῖν, see Schwyzer-Debrunner 258). - With the r-n-stem εἶδαρ \< *ἔδϜαρ, pl. εἴδατα cf Skt.vy-advar-á- `eating away' and agrādvan- ( agra-ad-van-). - See Ernout-Meillet s. edō. - S. also and δείπνηστος (s. δεῖπνον).Page in Frisk: 1,444-445Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἔδω
См. также в других словарях:
αγορητύς — ἀγορητὺς ( ύος), η (Α) [ἀγοράομαι] ρητορική δεινότητα, ευγλωττία, ευφράδεια λόγου … Dictionary of Greek
ἀγορητύς — ἀγορητύ̱ς , ἀγορητύς eloquence fem acc pl ἀγορητύς eloquence fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγορητύν — ἀγορητύς eloquence fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek
βαλλητύς — βαλλητύς, η (Α) 1. η βολή 2. γιορτή της Δήμητρας στην Ελευσίνα με λιθοβολισμό μεταξύ των νέων. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία ο όρος βαλλητύς είναι δάνειο που συνδέεται παρετυμολογικά με το βάλλω λόγω της μορφής του θέματός του… … Dictionary of Greek
εδητύς — ἐδητύς, η (Α) φαγητὸ. [ΕΤΥΜΟΛ. < έδω*. Η λ. μαρτυρείται μόνο στη γενική και κυρίως στην πολύ συνήθη ομηρική φράση: «πόσιος και εδητύος εξ έρον έντο». Η προέλευση του η στον τ. είναι αβέβαιη. Πιθ. η λ. σχηματίστηκε αναλογικά προς τα αγορητύς,… … Dictionary of Greek