-
1 ἀγαθο-δαίμων
ἀγαθο-δαίμων, ονος, ὁ, nach Apollon. de pron. p. 26 der nom. zu ἀγαϑοῦ δαίμονος, s. δαίμων.
-
2 δαίμων
δαίμων, - ονοςGrammatical information: m. f.Meaning: `godlike power, god' (Il.).Derivatives: Adj. δαιμόνιος `belonging to δ.' (Il.); on δαιμόνιε s. E. Brunius-Nilsson Δαιμόνιε. Diss. Uppsala 1955; n. δαιμόνιον `godlike power', "daimonion" (Ion.-Att.); δαιμονικός `id.' (Plu.); δαιμονιακός `id.' ( PMag. Osl. 1, 143); δαιμονιώδης `like a δ.' (Ep. Jac., Prokl.). - Rare and late δαιμονίς (Procl.) and δαιμόνισσα ( PMag. Leid. W. 16, 48). - On δαιμονή (Alkm. 69?), s. Schwyzer 524. - Denomin. δαιμονάω `be possessed by a δ.' (A.), δαιμονιάω `id.' (Phld.), δαιμονητιᾳ̃ δαιμονίζεται. Κρῆτες H., after verbs of disease in - άω, - ιάω and - ητιάω (Schwyzer 731f.); δαιμονίζομαι `id.' (Philem.) with δαιμονισμός (Vett. Val.), `become a god' (S. Fr. 173, H.); δαιμονιάζομαι = δαιμονιάω (pap.). - Often as 2. member of compounds: bahuvrihi ( βαρυ-, δυσ-); substantives ( ἀγαθο-, ἀνθρωπο-).Etymology: To δαίομαι (s. v.), as `divider' (cf. v. Wilamowitz Glaube 1, 363); cf. OP baga-, OCS bogъ `god' beside Av. baga- `part', Skt. bhága- `id.', to bhájati `divide'. Not prop. "Zerreißer, Fresser (der Leichen)" as god of death, which does not fit the meaning of δαίμων. - See Nilsson Gr. Rel.2 1, 216ff. On more recent developments s. Chantraine CRAI 1954, 452-5.Page in Frisk: 1,340-341Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δαίμων
-
3 ἀγαθοδαίμων
A the good Genius, less correct for ἀγαθὸς δαίμων, A.D.Adv.60.15, PMag.Leid.W.17.25.II an Egyptian serpent, Hist.Aug.Elag.28, Philum.Ven.29.III Astrol., propitious region (east of μεσουράνημα), Vett.Val.135.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγαθοδαίμων
-
4 ἀγαθοδαιμονισταί
ἀγαθο-δαιμονισταί, οἱ,A guests who drink only to the ἀγαθὸς δαίμων (cf. δαίμων): hence, moderate drinkers, Arist. EE 1233b3.:Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγαθοδαιμονισταί
-
5 гений
генийм ἡ μεγαλοφυία, ἡ ίδιοφυΐα, ὁ Εξοχος νους, τό δαιμόνιο· ◊ добрый \гений τό ἀγαθό πνεΰμα, τό καλό δαιμόνιο· злой \гений τό κακό πνεΰμα, ὁ κακός δαίμων.
См. также в других словарях:
μαγγανοδαίμων — μαγγανοδαίμων, ονος, ὁ (Μ) ο θεός τής μαγγανείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάγγανο «μαγικό φίλτρο» + δαίμων (πρβλ. αγαθο δαίμων, ανθρωπο δαίμων)] … Dictionary of Greek
Гений (мифология) — У этого термина существуют и другие значения, см. Гений (значения). [[Файл:Genio romano de Ponte Puñide (M.A.N. 1928 60 1) 01.jpg|thumb|220px|right|Гений (I век, [[Национальный археологический музей (Мадрид)|Национальный ], Мадрид)]] Гений (от… … Википедия
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek