-
1 ἀνθρωπο-κτόνος
ἀνθρωπο-κτόνος, Menschen mordend, Eur. I. T. 389; – ἀνϑρωπό-κτονος, von Menschen gemordet; βορά, Fraß von gemordeten Menschen, Eur. Cycl. 127; vgl. Schol. Soph. Ai. 40.
-
2 ἀνθρωπό-δηκτος
ἀνθρωπό-δηκτος, von Menschen gebissen, Diosc.
-
3 ἀνθρωπό-μορφος
ἀνθρωπό-μορφος, von menschlicher Gestalt, ϑεός Plut.; δράκων Luc. Alex. 12. 16.
-
4 ἀνθρωπό-νοος
ἀνθρωπό-νοος, zsgz. - νους, mit menschlichem Verstande, Ael. H. A. 16, 10.
-
5 ἀνθρωπό-λιχνος
ἀνθρωπό-λιχνος, nach Menschen lüstern, μυῖα Stob. ecl. phys. p. 1074.
-
6 ἀνθρωπό-θῡμος
ἀνθρωπό-θῡμος, menschenmüthig, dem λεοντόϑυμος entggstzt, Plut. Gryll. 4 g. E.
-
7 ἀνθρωπό-μῑμος
ἀνθρωπό-μῑμος, Menschen nachahmend, Plut.
-
8 ἀνθρωπο-πρεπής
ἀνθρωπο-πρεπής, ές, für Menschen schicklich, anständig, Sp.
-
9 ἀνθρωπο-παθέω
ἀνθρωπο-παθέω, menschliche Leidenschaften haben, Sp.
-
10 ἀνθρωπο-παθής
ἀνθρωπο-παθής, ές, mit menschlichen Leidenschaften, wie ein Mensch empfindend, Sp.
-
11 ἀνθρωπο-ποιὀς
ἀνθρωπο-ποιὀς, Menschen schaffend, bildend, von Bildhauern, im Ggstz der Götterbildner, ϑεοποιοί, Luc. Philops. lg. 20.
-
12 ἀνθρωπο-ποιΐα
ἀνθρωπο-ποιΐα, ἡ, das Menschenschaffen, Luc. Prom. 5. 17.
-
13 ἀνθρωπο-πάθεια
ἀνθρωπο-πάθεια, ἡ, menschliche Empfindung, sanftes Wesen, Alciphr. 2, 1.
-
14 ἀνθρωπο-σφαγἐω
ἀνθρωπο-σφαγἐω, Menschen schlachten, opfern, Eur. Hec. 248, v. l. - κτονέω.
-
15 ἀνθρωπο-φυής
ἀνθρωπο-φυής, ές, von menschlicher Natur, menschenähnlich, Her. 1, 131.
-
16 ἀνθρωπο-φαγέω
ἀνθρωπο-φαγέω, Menschen, Menschenfleisch fressen, Her. 4, 106; Pol. 9, 24.
-
17 ἀνθρωπο-φαγία
ἀνθρωπο-φαγία, ἡ, das Menschen-, Menschenfleischfressen, Arist. Pol. 8, 3, 4; Plut. Lucull. 11.
-
18 ἀνθρωπο-φανής
ἀνθρωπο-φανής, ές, als Mensch erscheinend, Menschen ähnlich, K. S.
-
19 ἀνθρωπο-φθόρος
ἀνθρωπο-φθόρος, Menschen verderbend, Sp., Hesych. auch φθορεύς.
-
20 ἀνθρωπο-φάγος
ἀνθρωπο-φάγος, Menschen fressend, Arist. H. A. 2, 1; aber ἀνϑρωπόφαγος, von Menschen gegessen, Antiphan. Ath. VII, 313 b.
См. также в других словарях:
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek
ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
οικολογία — Τμήμα της βιολογίας που μελετά τις σχέσεις των έμβιων όντων μεταξύ τους και ιδιαίτερα με το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Πριν από λίγο σχετικά χρόνο, η ο., ως επιστήμη μελέτης, ήταν περιορισμένη στον γεωργικό τομέα, με αντικειμενικό και πρακτικό… … Dictionary of Greek
Φόιερμπαχ, Λούντβιχ — (Feuerbach, Λάντσχουτ, Βαυαρία 1804 – Ρέχενμπεργκ, Νυρεμβέργη 1872). Γερμανός φιλόσοφος, θεμελιωτής του λεγόμενου φυσιοκρατικού ουμανισμού. Μαθητής του Χέγκελ στο Βερολίνο, ανακηρύχθηκε διδάκτορας το 1828, αλλά ο ανεξάρτητος χαρακτήρας του και ο… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… … Dictionary of Greek