Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀγέλαι

См. также в других словарях:

  • Ἀγέλαι — Ἀγέλᾱͅ , Ἀγέλης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγέλαι — ἀγέλη herd fem nom/voc pl ἀγέλᾱͅ , ἀγέλη herd fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτε — ἅτε (σύνδ.) (Α) 1. (ομοιωματ.) όπως, καθώς («παταγοῡσιν ἅτε πτηνῶν ἀγέλαι») 2. (αιτιολ.) (με μετοχές) επειδή, αφού, καθώς (ἅτε δὴ οὖν οὐ πάνυ τι σοφὸς ὢν ὁ Ἐπιμηθεύς» καθώς λοιπόν δεν ήταν και πολύ πολύ σοφός ο Επιμηθεύς, Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ.… …   Dictionary of Greek

  • βουνόμος — βουνόμος, ον (Α) φρ. «ἀγέλαι βουνόμοι» κοπάδια βοδιών που βόσκουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + νομος < νέμω «βόσκω»] …   Dictionary of Greek

  • μυριόζωοι — μυριόζῳοι, αἱ (Μ) φρ. «μυριόζῳοι ἀγέλαι» αγέλες από αναρίθμητα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ζῳος / ζῳοι (< ζῷον)] …   Dictionary of Greek

  • μυριόμετρος — μυριόμετρος, ον (Μ) 1. πολύ μεγάλος, γιγαντιαίος 2. φρ. «μυριόμετροι ἀγέλαι» αγέλες που αποτελούνται από μυριάδες ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + μετρος (< μέτρον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»