-
1 αβουλότερα
-
2 ἀβουλότερα
-
3 ἄ-βουλος
ἄ-βουλος ( βουλή), ohne Ueberlegung, unbedachtsam, übelberathen, Soph. ἀνήρ Antia. 1613; El. 953; πατήρ (καὶ κακὸς γνώμην) El. 536; πόλις C. C. 944; στά-σις γλώσσης O. R. 634; νόημα Anacr. 12, 14. Im Ggstz von εὔβουλος Thuc. 1, 84; ἀβουλότερα neben κακῶς γνωσϑέντα 1, 126. – Act., Ζεὺς τέκνοισιν ἄβουλος Soph. Tr. 132. – Adv. ἀβούλως, unüberlegt, Her. 3, 71; ἀβουλότατα 7, 9, 2; οὐκ ἀβ. ἀλλὰ πόῤῥω-ϑεν κατεσκευασμέναι Pherec. Ath. XI, 486 b. – Aber Antiph. 1, 23 ἀβ. τε καὶ ἀϑέως διαχρήσασϑαί τινα, böswillig.
См. также в других словарях:
ἀβουλότερα — ἄβουλος inconsiderate neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)