-
1 πρωτό-βουλος
πρωτό-βουλος, zuerst rathend, Sp.
-
2 πρό-βουλος
πρό-βουλος, vorher rathschlagend, für Andere rathschlagend, ihnen rathend, was sie thun sollen, der an der Spitze des Volkes die gemeinsamen Angelegenheiten berathende Rath; Aesch. Spt. 997, τὰ δόξαντα δήμου προβούλοις τῆςδε Καδμείας πόλεως. So in Athen, Ar. Lys. 421. 467; u. eine Obrigkeit der Megarenser, Ach. 720; vgl. Arizt. pol. 4, 14; die Abgesandten der Ionier zum Πανιώνιον, Her. 6, 7. 11. Sic. 15, 49. Andere Hei. 7. 172. – In Athen hießen so bes. die Zehnmänner, welche vor dem Rath der Vierhundert die ganze gesetzgebende Gewalt in Athen hatten; Arist. Lys. 421. 467, Lyz. 12, 65 (bei Thuc. 8, 67 ξυγγραφεῖς); vgl. Schneid. zu Arist. pol. 6, 5, 10.
-
3 παλίμ-βουλος
παλίμ-βουλος, den Entschluß ändernd, Sp., wie Schol. Thuc. 3, 37.
-
4 ποικιλό-βουλος
ποικιλό-βουλος, von mannichfaltigen, schlauen Rathschlägen; Prometheus, Hes. Th. 521, Odysseus, Ep. ad. 492 ( Plan. 300).
-
5 πολύ-βουλος
πολύ-βουλος, von vieler Einsicht, wohlberathen; Il. 5, 260 u. Od. 16, 282 Beiwort der Athene; γνώ-μα, Pind. I. 3, 90.
-
6 πάμ-βουλος
πάμ-βουλος, allrathend, v. l. Orph. H. 24, 4.
-
7 στενό-βουλος
στενό-βουλος, engwillig, Or. Sib.
-
8 σύμ-βουλος
σύμ-βουλος, ὁ, Berather, der einen Rath giebt, Rathgeber, σύμβουλοι λόγου τοῠδέ μοι γένεσϑε, Aesch. Pers. 166, vgl. 171; γένεσϑε τῶνδε σύμβουλοι πέρι, Ch. 84; Eum. 682; οὔτε σύμβουλον δέχει, Soph. Phil. 1305; Eur. Hel. 1025 u. öfter; Ar. Ach. 626; u. in Prosa: Thuc. 3, 42. 5, 63; Plat. Soph. 217 d; περί τινος, Prot. 319 b, u. öfter, wie Folgde, Dem. 1, 16; ἡ σ., Rathgeberinn, Xen. Hell. 3, 1, 13; σύμβουλος γέγονε τοῦ πολέμου, er rieth zum Kriege, Pol. 35, 4, 8. – Bei Plut. adv. stoic. 10 Senator.
-
9 σκολιό-βουλος
σκολιό-βουλος, von krummen, listigen Rathschlägen, Anschlägen, Sund. u. B. A. 329, für ἀγκυλομήτης.
-
10 ταχύ-βουλος
ταχύ-βουλος, von schnellem Entschluß, den Entschluß schnell ändernd, Ἀϑηναῖοι, Ar. Ach. 605.
-
11 φιλ-ά-βουλος
φιλ-ά-βουλος, gern, mit Willen unbesonnen; Mel. 55 (XII, 80); ἔρις Antp. Sid. 43 ( Plan. 133).
-
12 κακό-βουλος
κακό-βουλος, 1) übel berathen, thöricht; Eur. Bacch. 399; Ar. Equ. 1055. – 2) Andern schlecht rathend; Ggstz εὔβουλος Plat. Sis. 391 c; Strat. 62 (XII, 220).
-
13 κακο-σύμ-βουλος
κακο-σύμ-βουλος, übel rathend, Sp.
-
14 κλυτό-βουλος
κλυτό-βουλος, berühmt durch Anschlage, Listen, Hermes, Opp. Hal. 3, 26.
-
15 κοινό-βουλος
κοινό-βουλος, gemeinschaftlich berathend, Erkl. von ξύμβουλος, Schol. Ar. Thesm. 928.
-
16 εὐ-επί-βουλος
εὐ-επί-βουλος, gern nachstellend, Sp.
-
17 εὔ-βουλος
εὔ-βουλος, gut rathend, guten Rath gebend, einsichtsvoll, vorsichtig; Θέμις Pind. I. 7, 32, vgl. Ol. 13, 8; Soph. O. C. 951; Her. 8, 110; καὶ σοφὴ πόλις Plat. Rep. IV, 428 c; εὐβούλους νομίζομεν οἵτινες ἂν αὐτοὶ πρὸς αὑτοὺς ἄριστα περὶ τῶν πραγμάτων διαλεχϑῶσιν Isocr. 3, 8; compar., Ar. Pax 689; superl., Andoc. 1, 140. – Adv., εὐβούλως ἔχειν, wohl berathen sein, Aesch. Ch. 685; εὐβουλότατα, D. C. 43, 16.
-
18 εἰκαιό-βουλος
εἰκαιό-βουλος, unüberlegt, unbedachtsam, K. S.
-
19 δύς-βουλος
δύς-βουλος, schlecht berathen, auch δυςβούλευτος, E. M. p. 3.
-
20 μετά-βουλος
μετά-βουλος, seinen Willen, Entschluß ändernd, Ar. Ach. 607.
См. также в других словарях:
θερμόβουλος — θερμόβουλος, ον (Α) αυτός που έχει θερμή ιδιοσυγκρασία, ο θερμόαιμος, ο ορμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + βουλος (< βουλή < βούλομαι), πρβλ. δί βουλος, επί βουλος, σύμ βουλος] … Dictionary of Greek
ετερόβουλος — ἑτερόβουλος, ον (Μ) αυτός που έχει διαφορετική γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + βουλος (< βουλή) πρβλ. εύ βουλος, κακό βουλος] … Dictionary of Greek
ευθύβουλος — εὐθύβουλος, ον (Μ) ευθύς στη σκέψη, με ορθή σκέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + βουλος < βουλή (πρβλ. ά βουλος, κακό βουλος)] … Dictionary of Greek
εύβουλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος πολιτικός (405; – 330; π.Χ.). Ήταν συντηρητικών αρχών και έγινε γνωστός κυρίως για την πολυετή διαχείριση των οικονομικών των Αθηνών, τα οποία διηύθυνε από το 355 με εξαιρετική ικανότητα. Απέκτησε μεγάλη… … Dictionary of Greek
θεόβουλος — θεόβουλος, ον, θηλ. και θεοβούλη (Α) (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) αυτός που δίνει θεϊκές συμβουλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + βουλος (< βουλή < βούλομαι), πρβλ. ά βουλος, σύμ βουλος] … Dictionary of Greek
θρασύβουλος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Τύραννος της Μιλήτου (6ος αι. π.Χ.). Με τέχνασμά του παραπλάνησε τον βασιλιά της Λυδίας, Αλυάττη, ο οποίος πολιορκούσε την πόλη, και τον ανάγκασε όχι μόνο να συμμαχήσει με τους Μιλήσιους αλλά και να… … Dictionary of Greek
κακόβουλος — η, ο (ΑΜ κακόβουλος, ον) νεοελλ. αυτός που γίνεται με κακή πρόθεση («κακόβουλες διαδόσεις») νεοελλ. μσν. αυτός που σκέπτεται ή θέλει το κακό τού άλλου, κακεντρεχής, χαιρέκακος («κακόβουλος άνθρωπος») αρχ. 1. αυτός που σκέπτεται ασύνετα, ο ανόητος … Dictionary of Greek
καλόβουλος — η, ο (Μ καλόβουλος, ον) αυτός που έχει αγαθά φρονήματα, ο καλός μσν. ο συνετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + βουλος (< βουλή), πρβλ. ορθό βουλος, σκολιό βουλος] … Dictionary of Greek
κλυτόβουλος — κλυτόβουλος, ον (Α) φημισμένος για τις συμβουλές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + βουλος (< βουλή), πρβλ. αρκεσί βουλος, επί βουλος] … Dictionary of Greek
κοινόβουλος — κοινόβουλος, ὁ (Α) 1. σύμβουλος 2. μέλος τής τοπικής συγκλήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + βουλος (< βουλή), πρβλ. βαθύ βουλος, πολύ βουλος] … Dictionary of Greek
κρυψίβουλος — η, ο (Μ κρυψίβουλος, ον) αυτός που κρύβει τους πραγματικούς σκοπούς και τις αληθινές σκέψεις και προθέσεις του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι (βλ. κρυπτ[ο] ) + βουλος (< βουλεύω < βουλή), πρβλ. αυτό βουλος, υστερό βουλος] … Dictionary of Greek