-
1 αέριος
-
2 ἀέριος
-
3 Αέριος
-
4 Ἀέριος
-
5 ἀέριος
-
6 αεριος
1) воздушный(φύσις, ζῷα Arst., Plut., Luc.; γένος, sc. τῶν δαιμόνων Plat.)
2) туманный(γᾶ sc. Αἰγύπτου Aesch.)
ἀέριον σκότον ὄμμασι βαλών Eur. — набросив на глаза (свои) темный туман, т.е. ослепив себя3) поднятыйἀ. κρότος ποδῶν Eur. — топот поднимающихся (при пляске) ног;
ἠερίη πέτρα Anth. — уходящая ввысь скала4) окутанный (предрассветным) туманом, утренний5) уходящий в туманную даль, т.е. бескрайний -
7 ἀέριος
ἀέριος [pron. full] [ᾱ], α, ον, also ος, ον; [dialect] Ion. [full] ἠέριος, η, ον (q.v.): ([etym.] ἀήρ):— -
8 ἀέριος
ἀέριος, luftig (von Dämonen); in der Luft lebend od. befindlich, hoch; bei Dichtern: neblig, im Nebel befindlich, dunstig; groß, wie die Luft -
9 αέριος
[аэриос] εκ. воздушный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αέριος
-
10 αέριος
[аэриос] επ воздушный. -
11 δι-ᾱέριος
δι-ᾱέριος, durch die Luft; φυγή Luc. salt. 42; καὶ μετέωρα λέγειν Icarom. 1; a. Sp. Vgl. διηέριος.
-
12 ἐν-ᾱἑριος
-
13 ὑπ-ᾱέριος
-
14 αερίως
ἀ̱ερίως, ἀέριοςmisty: adverbialἀ̱ερίως, ἀέριοςmisty: masc acc pl (doric)ἀ̱ερίως, ἀέριοςmisty: adverbialἀ̱ερίως, ἀέριοςmisty: masc /fem acc pl (doric) -
15 ἀερίως
ἀ̱ερίως, ἀέριοςmisty: adverbialἀ̱ερίως, ἀέριοςmisty: masc acc pl (doric)ἀ̱ερίως, ἀέριοςmisty: adverbialἀ̱ερίως, ἀέριοςmisty: masc /fem acc pl (doric) -
16 αέριον
ἀ̱έριον, ἀέριοςmisty: masc acc sgἀ̱έριον, ἀέριοςmisty: neut nom /voc /acc sgἀ̱έριον, ἀέριοςmisty: masc /fem acc sgἀ̱έριον, ἀέριοςmisty: neut nom /voc /acc sg -
17 ἀέριον
ἀ̱έριον, ἀέριοςmisty: masc acc sgἀ̱έριον, ἀέριοςmisty: neut nom /voc /acc sgἀ̱έριον, ἀέριοςmisty: masc /fem acc sgἀ̱έριον, ἀέριοςmisty: neut nom /voc /acc sg -
18 αερία
ἀ̱ερίᾱ, ἀέριοςmisty: fem nom /voc /acc dualἀ̱ερίᾱ, ἀέριοςmisty: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἀ̱ερίᾱͅ, ἀέριοςmisty: fem dat sg (attic doric aeolic) -
19 αερίων
ἀ̱ερίων, ἀέριοςmisty: fem gen plἀ̱ερίων, ἀέριοςmisty: masc /neut gen plἀ̱ερίων, ἀέριοςmisty: masc /fem /neut gen pl -
20 ἀερίων
ἀ̱ερίων, ἀέριοςmisty: fem gen plἀ̱ερίων, ἀέριοςmisty: masc /neut gen plἀ̱ερίων, ἀέριοςmisty: masc /fem /neut gen pl
См. также в других словарях:
Ἀέριος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀέριος — ἀ̱έριος , ἀέριος misty masc nom sg ἀ̱έριος , ἀέριος misty masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέριος — (4oς αι. μ.Χ.).Αιρετικός, φίλος του Ευσταθίου, τον οποίο αργότερα κατασυκοφάντησε με αφορμή τη χειροτονία του σε μητροπολίτη. Ο Α., προφανώς εξαιτίας του φθόνου του για τον Ευστάθιο, δίδασκε ότι το αξίωμα του επισκόπου είναι περιττό και,… … Dictionary of Greek
αέριος φάση πυρόλυση — Μέθοδος διύλισης του πετρελαίου κατά την οποία γίνεται θερμική διάστασή του (πυρόλυση) κάτω από πίεση και σε υψηλές θερμοκρασίες. (Βλ. λ. πετρέλαιο) … Dictionary of Greek
ἠέριον — ἀέριος misty masc/fem acc sg (ionic) ἀέριος misty neut nom/voc/acc sg (ionic) ἠέριος misty masc acc sg ἠέριος misty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀερίοις — Ἀέριος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀερίου — Ἀέριος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀερίους — Ἀέριος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀερίων — Ἀέριος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀερίως — Ἀέριος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀερίῳ — Ἀέριος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)