-
41 ἠέριος
ἠέριος, ep. statt ἀέριος, eigtl. lustig, u. wie ἀήρ die dicke Nebelluft bedeutet, bes. im Morgennebel, in dämmernder Frühe, wo noch Alles im Morgennebel verhüllt liegt, ἠερίη δ' ἀνέβη οὐρανόν Il. 1. 497; vgl. 557; Il. 3, 7 von den Kranichen ἠέριαι δ' ἄρα ταί γε κακὴν ἔριδα προφέρονται, Voß: aus dämmernder Luft; auch Od. 9, 52 ist so zu deuten; "früh" heißt es auch Ap. Rh. 417. 915. – Die Bdtg lustig herrscht bei Sp. vor, ἀγέλαι, von den Vögeln, Opp. H. 3, 203, ϑήρη, Vogelsang, Cyn. 1, 48, ὄρνιϑες, ib. 380, ἀϋτμ ή, Witterung der Vögel, ib. 480; νεφέλαι Orph. H. 21, 1; von den Winden, Nonn. oft; auch κέλευϑος, πορεῖαι, ὁδοί, vom Hagel, D. 2, 430; vom Regen, 7, 33 (vgl. πηγὴ ἠερίη Tryphiod. 118); von Wolken, 45, 135; auch von den Wogen, 36, 120; so auch Ap. Rh. 1, 580; ἠερίη – αἶα δύετο, das Land tauchte in die Luft auf, 1, 580; ἠερίη δ' ἄμαϑος παρακέκλιται, der gleichsam mit dem Himmel verschwimmt, 4, 1239. – Buttmann's Ableitung von ἦρι ist nicht wahrscheinlich.
-
42 διαεριος
2пролетающий по воздуху, т.е. воздушный(φυγή Luc.)
μετέωρα καὴ διαέρια λέγειν Luc. — говорить о небесных и воздушных явлениях -
43 εναεριος
-
44 āĕrĭus
āĕrĭus, a, um (qqf. āĕrĕus, a, um) [aer] [st2]1 [-] de l'air, aérien, céleste. [st2]2 [-] aérien, élevé, haut. [st2]3 [-] de la couleur de l'air, azuré. [st2]4 [-] inconsistant comme l'air, vain. - [gr]gr. ἀέριος. - aërium mel, Virg.: miel venu du ciel. - aeriae volucres: les oiseaux du ciel. - aeria spes, Arn.: espérance vaine. -
45 воздушный
αεροπορικός, εναέριος, αέριος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > воздушный
-
46 воздушный
возду́шн||ыйприл1. ἀέριος, ἐναέριος, τοῦ ἀέρος:\воздушныйое пространство ὁ ἐναέριος χώρος· \воздушныйые течения τά ρεύματα τοῦ ἀέρος, τά ἀτμοσφαιρικά ρεύματα· \воздушныйое сообщение ἡ ἀεροπορική συγκοινωνία· \воздушный шар τό ἀερόστατο· \воздушный десант τό ἀεροπορικό ἀγημα, ἡ ἀεροπορική ἀπόβαση· \воздушныйая тревога ὁ ἀεροπορικός συναγερμός·2. (легкий) ἀνάλαφρος, αἰθέριος:\воздушныйое платье ἀνάλαφρο φόρεμα· ◊ строить \воздушныйые замки φαντασιοκοπῶ, χτίζω πύργους στήν "ἰσπανία. -
47 пневматический
пневмати́ческ||ийприл тех. πνευματικός, ἀέριος:\пневматический мо́лот ἡ ἀερόσφυρα· \пневматическийое ружье ὀπλο μέ πεπιεσμένον μέρα -
48 Αερίοις
-
49 Ἀερίοις
-
50 Αερίου
-
51 Ἀερίου
-
52 Αερίους
-
53 Ἀερίους
-
54 Αερίω
-
55 Ἀερίῳ
-
56 Αερίωι
-
57 Ἀερίωι
-
58 Αερίων
-
59 Ἀερίων
-
60 Αερίως
См. также в других словарях:
Ἀέριος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀέριος — ἀ̱έριος , ἀέριος misty masc nom sg ἀ̱έριος , ἀέριος misty masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέριος — (4oς αι. μ.Χ.).Αιρετικός, φίλος του Ευσταθίου, τον οποίο αργότερα κατασυκοφάντησε με αφορμή τη χειροτονία του σε μητροπολίτη. Ο Α., προφανώς εξαιτίας του φθόνου του για τον Ευστάθιο, δίδασκε ότι το αξίωμα του επισκόπου είναι περιττό και,… … Dictionary of Greek
αέριος φάση πυρόλυση — Μέθοδος διύλισης του πετρελαίου κατά την οποία γίνεται θερμική διάστασή του (πυρόλυση) κάτω από πίεση και σε υψηλές θερμοκρασίες. (Βλ. λ. πετρέλαιο) … Dictionary of Greek
ἠέριον — ἀέριος misty masc/fem acc sg (ionic) ἀέριος misty neut nom/voc/acc sg (ionic) ἠέριος misty masc acc sg ἠέριος misty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀερίοις — Ἀέριος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀερίου — Ἀέριος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀερίους — Ἀέριος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀερίων — Ἀέριος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀερίως — Ἀέριος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀερίῳ — Ἀέριος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)