-
1 Αερίων
-
2 Ἀερίων
-
3 αερίων
ἀ̱ερίων, ἀέριοςmisty: fem gen plἀ̱ερίων, ἀέριοςmisty: masc /neut gen plἀ̱ερίων, ἀέριοςmisty: masc /fem /neut gen pl -
4 ἀερίων
ἀ̱ερίων, ἀέριοςmisty: fem gen plἀ̱ερίων, ἀέριοςmisty: masc /neut gen plἀ̱ερίων, ἀέριοςmisty: masc /fem /neut gen pl -
5 газоанализатор
ο αναλυτής αερίων, ο ανιχνευτής αερίων, акустический - ακουστικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газоанализатор
-
6 газобезопасность
1. (от утечки газа) η ασφάλεια/πρόληψη από αναθυμιάσεις αερίων 2. (от взрыва) η ασφάλεια/πρόληψη από έκρηξη αερίων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газобезопасность
-
7 газопоглотитель
ο απορροφητής αερίων, - щение η απορρόφηση αερίων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газопоглотитель
-
8 газораспределение
η διανομή αερίωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > газораспределение
-
9 котёл
тех. о λέβητ/ας, ο λέβης, разг. το καζάνιогнетрубный - см. жаротрубный -паровой - ατμού, ο ατμολέβηταςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > котёл
-
10 анализ
1. (метод исследования) η ανάλυση, η εξέταση 2. мед. η εξέτασηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > анализ
-
11 атмосфера
η ατμόσφαιραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > атмосфера
-
12 вакуумирование
1. (обработка под вакуумом) η κατεργασία μέσα στο κενό 2. (бе-тона) η απορρόφηση ύδατος από το μ(ε)ίγμα μέσω του κενού 3. (стали) η αφαίρεση αερίων από τον υγρό χάλυβα μέσω του κενούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуумирование
-
13 включение
1. (подача питания) η σύνδεση 2. (реле) η ενεργοποίηση 3. (соединение) η σύνδεσηкаскадное (элн.) - εν σειρά4. (то, что включено, инородное тело) το έγκλεισμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > включение
-
14 газобаллон
η φιάλη, το δοχείο (αερίων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газобаллон
-
15 газовоз
το πλοίο μεταφοράς υγροποιημένων αερίων (LPG ή LNG).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газовоз
-
16 газовоздухопровод
ο οχετός/η γραμμή αερίων/αέρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газовоздухопровод
-
17 газодинамика
η δυναμική (των) αερίων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газодинамика
-
18 газокинетика
η κινητική (των) αερίων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газокинетика
-
19 газообильность
горн. η έκλυση αερίωνотносительная - ανά μονάδα όγκου του πετρώματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газообильность
-
20 газообразование
η δημιουργία αερίων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газообразование
См. также в других словарях:
Ἀερίων — Ἀέριος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀερίων — ἀ̱ερίων , ἀέριος misty fem gen pl ἀ̱ερίων , ἀέριος misty masc/neut gen pl ἀ̱ερίων , ἀέριος misty masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αερίων, διαστολή — Βλ. λ. διαστολή … Dictionary of Greek
αερίων, παγκόσμια σταθερά των- — Θερμοδυναμικό μέγεθος· R = 0,082056 λίτρα ατμόσφαιρες (βλ. λ. θερμοδυναμική) … Dictionary of Greek
αερίων, πίεση — Οι δυνάμεις που εξασκεί ένα αέριο στα τοιχώματα του δοχείου που το περιέχει. Η πίεση αυτή προκαλείται από τις κρούσεις των μορίων του αερίου πάνω στα τοιχώματα του δοχείου και γι’ αυτό δεν πρέπει να θεωρείται ως στατική αλλά ως δυναμική πίεση.… … Dictionary of Greek
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
Βαν ντερ Βάαλς, Γιοχάνες Ντίντερικ — (Johannes Diderik Van der Waals, Λέιντεν 1837 – Άμστερνταμ 1923). Ολλανδός φυσικός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Λέιντεν το 1865. Πήρε το διδακτορικό του δίπλωμα το 1873 και έγινε καθηγητής στο Ντέβεντερ, στη Χάγη και μετά στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… … Dictionary of Greek