-
1 υπόγειος
-
2 ὑπόγειος
-
3 υπογειος
-
4 ὑπόγειος
A underground, subterraneous,οἴκημα ὑπόγαιον Hdt.2.100
, 148 (vv.ll. -γεον, -γεα) mines,Id.
4.200 (v.l. -γεα) ; ὑπογαίου (v.l. -γείου)βροντῆς A. Fr.57.10
(anap.);ὑπόγειον ὕδωρ Gp.2.6.33
;ὑ. οἶνος
stored in a cellar,Gal.
19.95.II ὑπόγειον or -γαιον, τό, an underground chamber, Plu.2.770e, Hdn.1.15.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόγειος
-
5 υπόγειος
-
6 υπόγειος
[ипогиос] επ. подземный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπόγειος
-
7 ὑπόγειος
-ος,-ον A 0-0-1-0-0=1 Jer 45(38),11underground; *Jer 45(38),11 τὴν ὑπόγειον the underground (part) (of the house of the king)-הארץ תחתfor MT תחת האוצר under the storehouseCf. WALTERS 1973, 113 -
8 υπόγειος
[ипогиос] επ подземный. -
9 ὑπόγειος
ὑπό-γειος, unter der Erde, unterirdisch -
10 υπόγειος
souterrain -
11 υπόγειος
1) podziemie (n) rzecz.2) podziemny przym. -
12 υπόγειος
podzemní -
13 υπόγειος
1) subterranean2) undergroundΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > υπόγειος
-
14 подземный
υπόγειος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подземный
-
15 souterrain
υπόγειος -
16 podzemní
υπόγειος -
17 subterranean
υπόγειος -
18 underground
υπόγειος -
19 podziemny
υπόγειος -
20 bodrumlu
υπόγειος, με υπόγειο
См. также в других словарях:
ὑπόγειος — underground masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόγειος — α, ο / ὑπόγειος, ον, ΝΜΑ και ὑπόγαιος, και ὑπόγεως, ων, Α 1. αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται κάτω από το έδαφος, κάτω από την επιφάνεια τής Γης (α. «υπόγεια έκρηξη» β. «υπόγεια κρύπτη» γ. «ὑπόγειος βροντή», Αισχύλ. δ. «ὑπόγαιον οἴκημα», Ηρόδ.)… … Dictionary of Greek
υπόγειος — α, ο 1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από τη γήινη επιφάνεια: Υπόγειες διαβάσεις πεζών. 2. το ουδ. ως ουσ., υπόγειο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετρό — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
ὑπόγειον — ὑπόγειος underground masc/fem acc sg ὑπόγειος underground neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυπτή — Υπόγειος χώρος κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, που χρησίμευε ως λειψανοθήκη ή ως καταφύγιο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια υπόγεια εκκλησία, προερχόμενη από τους χώρους των κατακομβών, στους οποίους είχαν ταφεί οι μάρτυρες. Στους… … Dictionary of Greek
κρύπτη — Υπόγειος χώρος κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους, που χρησίμευε ως λειψανοθήκη ή ως καταφύγιο. Πρόκειται ουσιαστικά για μια υπόγεια εκκλησία, προερχόμενη από τους χώρους των κατακομβών, στους οποίους είχαν ταφεί οι μάρτυρες. Στους… … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
ὑπογειότερος — ὑπόγειος underground masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογείοις — ὑπόγειος underground masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπογείου — ὑπόγειος underground masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)