Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

шаги

  • 1 замедлить

    замедлить, замедлять αργοπορώ, επιβραδύνω \замедлить шаги επιβραδύνω (или κόβω) το βήμα
    * * *
    = замедлять
    αργοπορώ, επιβραδύνω

    заме́длить шаги́ — επιβραδύνω ( или κόβω) το βήμα

    Русско-греческий словарь > замедлить

  • 2 гигантский

    гигант||ский
    прил γιγάντιος, γιγαντιαίος:
    \гигантскийские усилия οἱ γιγάντιες προσπάθειες· ◊ \гигантскийские шаги спорт. ὁ ἀεροπεταστής.

    Русско-новогреческий словарь > гигантский

  • 3 замедлять

    замедл||ять
    несов ἀργοπορώ, βραδύνω:
    \замедлятьять шаги́ βραδύνω τό βήμα (μου)· \замедлятьять ход ἐλαττώνω (или κόβω) τήν ταχύτητα.

    Русско-новогреческий словарь > замедлять

  • 4 затихать

    затихать
    несов, затихнуть сов
    1. (умолкать) σωπαίνω, παύω, παύω νά ἀκούγομαι:
    шаги́ затихли τά βήματα ἔπαψαν νά ἀκούγονται· голоса затихли οἱ φωνές σώπασαν·
    2. (прекращаться) κοπάζω, παύω / καλμάρω (ослабевать):
    бу́ря затихла ἡ θύελλα ἐκόπασε.

    Русско-новогреческий словарь > затихать

  • 5 тихий

    тих||ий
    прил
    1. (негромкий) σιγανός, ἀθόρυβος:
    \тихий звук (стук) ὁ σιγανός ἡχος (χτύπημα)· \тихийие шаги τά ἀθόρυβα βήματα· \тихий смех τό ἀθόρυβο γέλιο· \тихийое журчание ручья τό σιγανό κελάρισμα τοῦ ρυακιοῦ· говорить \тихийим голосом (ό)μιλῶ μέ σιγανή φωνή, (ό)μιλῶ χαμηλο-φωνα·
    2. (безмолвный) σιωπηρός, σιωπι-λός, ήσυχος:
    \тихийая ночь ἡ ήσυχη νύχτα· \тихийая радость ἡ σιωπηλή χαρά· \тихийая грусть ἡ μελαγχολία·
    3. (спокойный) ήσυχος, ήρεμος/ γαλήνιος (о человеке):
    \тихийая улица ήσυχος δρόμος· \тихий нрав ήρεμος χαρακτήρας· \тихий сои ήσυχος ὑπνος·
    4. (легкий, не сильный) ἐλαφρός:
    \тихий ветерок τό ἐλαφρό ἀεράκι· \тихий шелест τό ἐλαφρό θρόισμα·
    5. (медленный) ἀργός, βραδύς:
    \тихий ход βραδυπορία, ἀργά· ◊ в \тихийом о́муте черти водятся погов. ἀπό σιγανό ποτάμι νά φοβάσαι.

    Русско-новогреческий словарь > тихий

  • 6 торопливый

    торопли́в||ый
    прил
    1. βιαστικός, ἐσπευσμένος:
    \торопливыйые движения οἱ βιαστικές κινήσεις· \торопливыйые шаги τά βιαστικά (или τά γοργά) βήματα·
    2. (быстрый, поспешный) γρήγορος, βιαστικός:
    \торопливыйый отъезд ἡ βιαστική ἀναχώρηση.

    Русско-новогреческий словарь > торопливый

  • 7 ускорить

    ускорить
    сов, ускорять несов в разн. знач. ἐπιταχύνω, ἐπισπεύδω:
    \ускорить шаги та-χύνω τό βήμα μου· \ускорить отъезд ἐπισπεύδω τήν ἀναχώρηση· \ускорить развязку ἐπιταχύνω τή λύση· \ускорить выздоровление ἐπιταχύνω τήν ἀνάρρωση.

    Русско-новогреческий словарь > ускорить

  • 8 частый

    част||ый
    прил
    1. συχνός, συνεχής, ἀλ-λεπάλληλος:
    \частый пульс συχνός σφυγμός· \частыйое дыхание ἡ συχνή ἀναπνοή· \частыйые шаги́ τά συχνά βήματα· \частый гость ὁ συχνός μουσαφίρης· \частыйые встречи οἱ συχνές συναντήσεις·
    2. (густой, плотный) πυκνός:
    \частый гребень τό πυκνό χτένι· \частый кустарник ὁ πυκνός θάμνος· \частый дождь ἡ πυκνή βροχή· \частый огонь воен. τά πυκνά πυρά.

    Русско-новогреческий словарь > частый

  • 9 выровнять

    ρ.σ.μ.
    1. ισιώνω, ισιάζω, ισοπεδώνω, ομαλύνω.
    2. ευθυγραμμίζω•

    выровнять шеренгу ζυγίζω, ευθυγραμμίζω το ζυγό.

    εκφρ.
    выровнять шаги – συμβαδίζω, πηγαίνω το ίδιο βήμα.
    1. ισοπεδώνομαι, ισιάζω, ομαλύνομαι.
    2. ευθυγραμμίζομαι.
    3. (στρατ.) ζυγίζομαι.
    4. αναπτύσσομαι σωματικά, φτάνω στο κανονικό όριο. || εξαλείφω τα ελαττώματα βαθμιαία, στρώνω•

    характер -лся ο χαρακτήρας έστρωσε.

    Большой русско-греческий словарь > выровнять

  • 10 задержать

    -держу
    - держишь ρ.σ.μ.
    1. διακόπτω την πορεία ή την ενέργε ια, σταματώ ανακόπτω, αναχαιτίζω. || μτφ. κρατώ, καθυστερώ•

    я вас не -у δε θα σας καθυστερήσω•

    траур -ал свадьбу το πένθος καθυστέρησε το γάμο.

    || συγκρατώ, βραδύνω, περιορίζω•

    задержать шаги κονταίνω (μικραίνω) τα βήματα•

    задержать дыхание συνγκρατώ την αναπνοή.

    2. καθυστερώ, δε δίνω έγκαιρα.
    3. φυλακίζω προσωρινά• συλλαμβάνω.
    εκφρ.
    задержать взгляд – καρφώνω το βλέμμα.
    1. καθυστερούμαι•

    письмо -лось на почте η επιστολή καθυστέρησε (καθυστερήθηκε) στο ταχυδρομείο.

    || σταματώ για λίγο, βραδύνω. || καθυστερούμαι, φτάνω καθυστερημένα.
    2. καθυστερώ το φτιάξιμο.

    Большой русско-греческий словарь > задержать

  • 11 замедленный

    επ. από μτχ.
    επιβραδυντικός, αργός, αργητός•

    -ые шаги αργά (συγκρατημένα) βήματα•

    -ая речь αργητή ομιλία•

    бомба -го действия βόμβα εγκαιροφλεγής.

    Большой русско-греческий словарь > замедленный

  • 12 замолкнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. замолк, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. замолкший, κ. замолкнувший
    ρ.σ.
    1. σιγώ, σιωπώ, σωπαίνω•

    ребенок замолк и заснул το παιδάκι σώπασε και αποκοιμήθηκε•

    -ли пушки σίγησαν τα κανόνια.

    || σταματώ την αλληλογραφία, τηρώ σιγή.
    2. παύω, σταματώ (για ήχο)•

    шаги на лестнице -ли τα πατήματα στη σκάλα σταμάτησαν•

    шум -олк ο θόρυβος έπαψε.

    3. (γιά αισθήματα, λογικό) δεν λειτουργώ•

    рассудок -олк το λογι-? κό έπαψε να λειτουργεί.

    Большой русско-греческий словарь > замолкнуть

  • 13 затихнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. затих, -ла, -ло
    ρ.σ.
    1. σιωπώ, σωπαίνω, σιγώ, παύω:• -ли шаги прохожих σταμάτησαν (ν’ ακούονται) τα βήματα των διαβατών•

    голоса -ли οι φωνές σώπασαν,

    2. (καθ)ησυχάζω• καλμάρω, κοπάζω, μαλακώνω•

    ветер -их ο άνεμος κόπασε•

    -ли страсти καθησύχασαν τα πάθη.

    Большой русско-греческий словарь > затихнуть

  • 14 направить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. направленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατευθύνω, στρέφω, γυρίζω προς•

    направить дуло ружья на врага στρέφω την κάννη του όπλου προς τον εχθρό•

    направить судно κατευθύνω το σκάφος•

    направить удары κατευθύνω τα χτυπήματα•

    направить внимание στρέφω την προσοχή•

    направить взоры στρέφω τα βλέμματα•

    направить разговор γυρίζω την κουβέντα.

    || συγκεντρώνω•

    направить все силы на борьбу κατευθύνω όλες τις δυνάμεις στον αγώνα.

    2. στέλλω•

    направить на фронт κατευθύνω στο μέτωπο•

    направить на работу στέλλω στη δουλειά•

    направить к юристу κατευθύνω στο νομικό (για συμβουλή).

    || υποβάλλω προς•

    направить заявление в бюро жалоб υποβάλλω αίτηση στο γραφείο παραπόνων.

    3. μαθαίνω, δείχνω το δρόμο, την ορθή κατεύθυνση.
    4. ρυθμίζω, ρεγουλάρω, κανονίζω, τακτοποιώ. || ακονίζω•

    направить бритву ακονίζω το ξυράφι.

    εκφρ.
    направить путь (шаги, стопы) – κατευθύνομαι, πηγαίνω, παίρνω δρόμο για.
    1. κατευθύνομαι. || μτφ. συγκεντρώνομαι.
    2. ρυθμίζομαι, κανονίζομαι, ρεγουλάρομαι• τακτοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > направить

  • 15 неверный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно.
    1. άπιστος•

    неверный друг άπιστος φίλος•

    неверный муж άπιστος σύζυγος.

    || ασταθής, άστατος, ευμετάβλητος•

    -рен своему слову δεν κριατά το λόγο του.

    2. παλ. δύσπιστος•

    неверный взгляд βλέμμα δυσπιστίας.

    3. εσφαλμένος, ανακριβής, λαθεμένος•

    неверный вывод εσφαλμένο συμπέρασμα•

    -ая мысль λαθεμένη, σκέψη.

    || ψεύτικος, μη σωστός•

    неверный счёт ψεύτικος λογαριασμός.

    || απρεπής, ανάρμοστος, μη ενδεδειγμένος•

    брать неверный тон в разговоре παίρνω ανάρμοστο τόνο στη συνομιλία.

    4. διαφορετικός, άλλος αντί άλλου. || ανακριβής, πλημμελής, άστοχος, σφαλερός, σφαλτός. || φάλτσος•

    -ая нота το φάλτσο (φωνής, ήχου)..

    5. ασταθής•

    -ые шаги ασταθή βήματα.

    6. παλ. αβάσιμος, παρακινδυνεμένος•

    -ое дело μη σίγουρη υπόθεση (παρακινδυνεμένη).

    || ευμετάβλητος, μη σταθερός.
    7. (για φως, ακτίνες κ.τ.τ.) αδύνατος, θαμπός, τρεμάμενος.
    8. ως ουσ. άπιστος•

    идти войною на -ых πηγαίνω να πολεμήσω τους άπιστους.

    εκφρ.
    фома неверный – άπιστος Θωμάς.

    Большой русско-греческий словарь > неверный

  • 16 спешный

    επ. βρ: -шен, -шна, -шно.
    1. επείγων, εσπευσμένος•

    -ая работа επείγουσα εργασία•

    -ая почта επείγον ταχυδρομείο.

    2. γρήγορος, ταχύς, γοργός•

    -ые шаги γοργά βήματα.

    Большой русско-греческий словарь > спешный

  • 17 торопливый

    επ., βρ: -лив, -а, -о
    βιαστικός• γρήγορος, γοργός• ταχύς•

    торопливый человек βιαστικός άνθρωπος•

    -ые шаги γοργά βήματα.

    || εσπευσμένος, επείγων.

    Большой русско-греческий словарь > торопливый

  • 18 тяжеловесный

    επ. -сен, -сна, -о
    1. πολύ βαρύς•

    тяжеловесный товар βαρύ εμπόρευμα.

    || βαρύ-σωμος•

    тяжеловесный человек βαρύσωμος άνθρωπος.

    || ογκώδης•

    -ое здание ογκώδες κτίριο.

    2. βαρύς•

    -ые шаги βαριά βήματα (πατήματα).

    || άγαρμπος, χοντρός, χοντροκομμένος•

    -ая фраза βαριά φράση (προσβλητική)•

    -ые шутки χοντρά αστεία•

    тяжеловесный слог άγαρμπο ύφος.

    Большой русско-греческий словарь > тяжеловесный

  • 19 тяжёлый

    επ., βρ: -жл, -жела, -жело.
    1. βαρύς•

    тяжёлый камень βαριά πέτρα•

    тяжёлый металл βαρύ μέταλλο.

    || μεγάλος•

    -ые капли μεγάλες σταγόνες.

    || χοντρός•

    -ое платье βαρύ ένδυμα.

    || πυκνός•

    -ые тучи βαριά σύννεφα.

    || δύσπεπτος•

    -ая еда βαρύ φαγητό.

    2. (απλ.) έγκυος.
    3. βαρύσωμος. || αδρός• χοντρός, ευμεγάθης (για πρόσωπο, μέλη του σώματος).
    4. ηχηρός•

    -ые шаги прохожего τα βαριά βήματα του διαβάτη•

    -ая походка βαρύ βάδισμα.

    || άγαρμπος, άκομψος• χοντρός, χοντροκομμένος.
    5. δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•

    -ая работа βαριά δουλειά•

    -ые роды δύσκολος τοκετός•

    тяжёлый год δύσκολος χρόνος•

    -ая жизнь η δύσκολη ζωή•

    -ая дорога δύσκολος δρόμος•

    тяжёлый подъм μεγάλος ανήφορος•

    -ое дыхание δύσκολη αναπνοή•

    -ые условия δύσκολες συνθήκες.

    || δύστροπος, με βαρύ χαρακτήρα•

    тяжёлый ученик δύστροπος μαθητής.

    || μεγάλος• δυνατός, ισχυρός, γερός•

    -ые налоги βαριοί φόροι•

    сон βαρύς ύπνος•

    тяжёлый удар γερό χτύπημα•

    -ое горе μεγάλη στενοχώρια•

    тяжёлый вздох βαρύς αναστεναγμός• —ая вина μεγάλο σφάλμα.

    || αυστηρός• σκληρός•

    -ое наказание βαριά ποινή (τιμωρία).

    || σοβαρός, επικίνδυνος•

    -ая форма дифтерии βαριά μορφή διφθερίτιδας•

    -ое ранение σοβαρό τραυμάτισμα (τραύμα).

    6. καταθλιπτικός, επαχθής, καταπιεστικός• θλιβερός• σκοτεινός• δυσάρεστος•

    -ое предчувствие δυσάρεστη προαίσθηση•

    -ые мысли σκοτεινές σκέψεις•

    -ое известие θλιβερή είδηση.

    || σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός (για βλέμμα, φωνή). || απεχθής, δυσάρεστος•, тяжёлый запах άσχημη μυρουδιά.
    8. ογκώδης•

    -ые танки βαριά άρματα μάχης•

    -ая артиллерия το βαρύ πυροβολικό.

    εκφρ.
    - ая артиллерия – άνθρωπος πάρα πολύ δυσκίνητος•
    тяжёлый вес ή тяжёлыйые весовые категории – κατηγορία αθλητών βαρέων βαρών•
    - ая голова – βαρύ κεφάλι (ελαφρός πονοκέφαλος)•
    тяжёлый день – βαριά μέρα (εντατικής εργασίας ή αποτυχίας)•
    -ая промышленность ή индустрия – βαριά βιομηχανία•
    - ая рука – βαρύχέρι (που χτυπά δυνατά ή που δεν είναι τυχερό)•
    тяжёлый ум – αμβλύνοια, ελαφρόνοια•
    - ые фигуры – η βασίλισσα και ο πύργος του σκακιού•
    тяжёлый на ногу – δύσκαμπτος στο βάδισμα•
    тяжёлый на подъм – α) ασήκωτος από τη θέση του (πολύ αραιά μετακινούμενος ή εξερχόμενος από το σπίτι του), β) νωθρός, οκνηρός, νωχελής•
    с -ым сердцем – με βαριά καρδιά, βαρυκάρδιος, βαρύθυμος.

    Большой русско-греческий словарь > тяжёлый

  • 20 укоротить

    -рочу, -ротишь κ. παλ. укоротитьротишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укороченный, βρ:
    чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. βραχύνω, κοντεύω• μικραίνω•

    укоротить рукава κοντεύω τα μανίκια•

    укоротить свои шаги μικραίνω τα βήματα μου.

    2. (για χρόνο)• συντομεύω, συντέμνω, κόβω•

    укоротить срок συντομεύωτην προθεσμία•

    укоротить растояние συντομεύω την απόσταση.

    3. μτφ. χαλιναγωγώ, σφίγγω τα λουριά, περιορίζω• κάνω ευπειθή.
    εκφρ.
    укоротить хвост кому – (απλ.) βλ. 3 σημ. укоротить язык кому (απλ.) υποχρεώνω κάποιον να μιλά λιγότερο ή να μή αυθαδιάζει.
    1. βραχύνομαι, κοντεύομαι, μικραίνω.
    2. συντομεύομαι, συντέμνομαι.
    3. μτφ. χαλιναγωγούμαι, περιορίζομαι• γίνομαι ευπειθής.

    Большой русско-греческий словарь > укоротить

См. также в других словарях:

  • Шаги — мн. 1. Звуки, возникающие при движением ногами при ходьбе, беге. 2. Мероприятие, поведение, приближающее к чему либо или к какой либо цели (обычно в сторону улучшения, совершенствования). Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • ШАГИ — «ШАГИ», Россия, ВГИК, 1999, цв., 46 мин. Новелла. По мотивам повести А.Куприна «Олеся». В ролях: Татьяна Феофанова, Александр Андреев, Наум Новаковский. Режиссер: Андрей Филин. Автор сценария: Андрей Филин. Оператор: Максим Федорин. Исполнение… …   Энциклопедия кино

  • шаги — сущ., кол во синонимов: 2 • монета (298) • шахи (1) Словарь синонимов ASIS. В.Н. Тришин. 2013 …   Словарь синонимов

  • шаги — беспорядочно спешные (Куприн); вялые (Городецкий); звонкие (Арцыбашев); легкие (Тургенев); методичные (Башкин); неверньие (Лермонтов, Вл.Соловьев); неровные (Муйжель, Серафимович); неуклюжие (Серафимович); порхающие (Андреев); полновесные (Даль); …   Словарь эпитетов

  • Шаги — множинний іменник населений пункт в Україні …   Орфографічний словник української мови

  • шаги — замедлить шаги • изменение замедлять шаги • изменение заслышать шаги • начало, восприятие застучали шаги • действие, субъект затихли шаги • действие, субъект, окончание послышались быстрые шаги • действие, субъект послышались лёгкие шаги •… …   Глагольной сочетаемости непредметных имён

  • Шаги — У этого термина существуют и другие значения, см. Шаги (Крым). Город Шаги Šahy Герб …   Википедия

  • Шаги в фигурном катании — соединяют все элементы программы в единое целое[1]. Они представляют собой комбинации толчков, дуг, троек, перетяжек, скобок, крюков, выкрюков и петель, с помощью которых фигурист перемещается по площадке.[1] Разные шаги и повороты корпуса,… …   Википедия

  • Шаги по воде (фильм — Шаги по воде (фильм, 2001) Шаги по воде Treading Water Жанр Драма …   Википедия

  • Шаги по стеклу (роман) — Шаги по Стеклу Walking on Glass …   Википедия

  • Шаги по воде — Treading Water Жанр драма Режиссёр …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»