-
1 поступок
поступок м 1) η ενέργεια, η πράξη; смелый \поступок η τολμηρή πράξη 2) мн.: \поступокки (поведение) οι πράξεις, τα φερσίματα* * *м1) η ενέργεια, η πράξηсме́лый посту́пок — η τολμηρή πράξη
2) мн.посту́пки (поведение) — οι πράξεις, τα φερσίματα
-
2 геройский
-
3 гуманный
гуманный ανθρώπινος \гуманный поступок η ανθρώπινη πράξη* * *гума́нный посту́пок — η ανθρώπινη πράξη
-
4 неблаговидный
неблаговидныйприл ἀσχημος, ἀπρεπής:\неблаговидный посту́пок ἡ ἀπρεπής πράξη. -
5 неблагородный
неблагородныйприл ἀγενής, ἀπρεπἡς, μικροπρεπής, χυδαίος:\неблагородный посту́пок ἡ ἀπρέπεια. -
6 недопустимостьый
недопустимость||ыйприл ἀπαράδεκτος, ἀνάρμοστος:\недопустимостьыйый посту́пок ἡ ἀπαράδεκτη πράξη· это \недопустимостьыйο αὐτό εἶναι ἀπαράδεκτο. -
7 недостойный
недостойныйприл ἀνάξιος, ἀναξιοπρεπής, ἀνάρμοστος, ποταπός:\недостойный посту́пок ἡ ἀνάρμοστη πράξη· \недостойный внимания ἀνάξιος προσοχής. -
8 непартийный
непартийныйприл1. (не являющийся членом партии) ἐξωκομματικός, μή κομ· ματικός:\непартийный большевик ὁ ἐξωκομματικός μπολσεβίκος·2. (антипартийный) ἀντι-κομματικός:\непартийный посту́пок ἡ ἀντικομμα-τική πράξη. -
9 отчет
отчетм ὁ ἀπολογισμός, ἡ ἔκθεση [-ις], ἡ λογοδοσία/ τά πρακτικά (съезда и т. п.):финансовый \отчет ὁ οἰκονομικός ἀπολογισμός· давать кому́-л. \отчет в чем-л. δίνω λογαριασμό σέ κάποιον γιά κάτι· давать \отчет в своих посту́пках δίνω λόγο γιά τίς πράξεις μου· ◊ дать себе \отчет συ-ναισθάνομαι, ἀντιλαμβάνομαι· не давая себе \отчета χωρίς νά σκεφθώ, ἀστόχαστα, ἀπερίσκεπτα· брать деньги под \отчет παίρνω χρήματα ἐπί ἀποδόσει λογαριασμού. -
10 пост
пост Iм I. воен. τό φυλακιον, τό φυ-λακεῖον, ὁ σταθμός, ἡ σκοπιά:передовой \пост τό προχωρημένο φυλάκιον сторожевой \пост ἡ σκοπιά· наблюдательный \пост τό παρατηρητήριον стоять на \посту́ στέκομαι φρουρός, εἶμαι σκοπιά· сменить \пост-ы ἀλλάσσω τήν φρουρά, ἀλλάσσω τίς βάρδιες·2. (должность) τό πόστο, τό ἀξίωμα, ἡ θέση:занимать важный \пост κατέχω θέσιν, κρατώ πόστο· покинуть свой \пост ἐγκαταλείπω τή θέση μου.пост IIм рел. ἡ νηστεία:соблюдать \пост νηστεύω· великий \пост ἡ μεγάλη σαρακοστή. -
11 предумышленный
предумышленн||ыйприл προμελετημένος, ἐκ προμελέτης:\предумышленный посту́пок ἡ προμελετημένη πράξη [-ις]· \предумышленный-ое убийство ὁ φόνος ἐκ προμελέτης. -
12 с
κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).I.με γεν.1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•
вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•
сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•
уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•
сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•
свергнуть с престола εκθρονίζω.
2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•
с высоты горы από την κορυφή του βουνού•
говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.
|| επίσης με ουσ. τοπικά•вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•
иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•
вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•
вход со двора είσοδος από την αυλή•
окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).
|| με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.3. σημαίνει τόπο, προέλευση•цветы с юга λουλούδια από το νότο•
хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•
копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).
4. με σημ. λήψης• από εκ•собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•
взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.
5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•
с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.
|| σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•
со дня на день από μέρα σε μέρα.
6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•
устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•
умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•
покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.
7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•
с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.
8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.
|| με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•
убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•
узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.
|| σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•взять с бою παίρνω στη μάχη•
торговать с рук πουλώ στα χέρια.
|| σημαίνει τρόπο• με•прыгать с разбега πηδώ με φόρα.
II.με αιτ.1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•
с месяца ένα περίπου μήνα•
отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.
2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•
мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).
|| με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.
III.με οργν.1. μαζί, ομού, με• και•хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•
нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•
дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•
мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•
вы с братом εσύ και ο αδερφός•
наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•
наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).
2. με (έχοντας)•стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•
остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•
дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•
мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•
задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•
проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•
обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•
сделать с намерением κάνω σκόπιμα•
читать с выражением διαβάζω με έκφραση.
|| (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•
встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.
3. με ή του•авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•
у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•
с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.
4. με, κατά, εναντίον•бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•
справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.
εκφρ.что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•с целью – με σκοπό, σκόπιμα. -
13 стоять
стою, стоишь, προστκ. стой.επιρ. μτχ. стояρ.δ.1. στέκομαι ορθός•стоять у окна στέκομαι όρθιος στο παράθυρο•
стоять перед зеркалом στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη.
|| στηρίζομαι•стоять на ногах στέκομαι στα πόδια•
-на коленях στέκομαι στα γόνατα•
стоять на цыпочках στέκομαι στα δάχτυλα•
стоять на голове στέκομαι στο κεφάλι (με τα πόδια άνω)•
стоять на на руки στέκομαι (στηριζόμενος) στα χέριο: (με τα πόδια άνω)•
волосы -ят дыбом τα μαλλιά στέκονται ορθωμένα.
2. εκτελώ κάτι όρθιος•стоять у станка εργάζομαι όρθιος στη εργα-τομηχανή•
стоять на посту στέκομαι στο πόστο•
-в карауле στέκομαι στο καραούλι(σκοπιά, παρατηρητήριο)•
стоять на молитве προσεύχομαι όρθιος.
3. καταλύω, σταθμεύω•стоять лагерем στρατοπεδεύω• κατασκηνώνω;
4. (στρατ.) παίρνω μέρος, υπερασπίζω•стоять на обороне παίρνω μέρος στην άμυνα.
|| αμύνομαι, κρατώ γερά•насмерть αμύνομαι μέχρι εσχάτων.
|| μτφ. είμαι υπέρ• με το μέρος• υπερασπίζω•стоять за мир υπερασπίζω την ειρήνη•
стоять за народ υπερασπίζω το λαό,
μτφ. είμαι της γνώμης, επιμένω στη γνώμη μου, είμαι σταθερός στη γνώμη μου ή την άποψη μου.5. (με το αρνητικό μόριο не) δεν τσιγκουνεύομαι, δε λυπάμαι.6. στέκομαι, είμαι, βρίσκομαι•лстица -ит у стены η σκάλα στέκεται στον τοίχο•
печка -ит в углу η θερμάστρα είναι στη γωνία.
7. ορθώνομαι εγείρομαι•перед нами -ят большие идеалы μπροστά μας στέκονται (ορθώνονται μεγάλα ιδανικά (ιδεώδη).
8. μτφ. είμαι, κατέχω θέση, βρίσκομαι•у честного человека труд -ит на первом месте για τον τίμιο άνθρωπο η εργασία κατέχει την πρώτη θέση ή βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.
|| κυρλξ. κ. μτφ. στηρίζομαι•дом -ит на фундаменте το σπίτι στηρίζεται στα θεμέλια•
государство -ит на солдате το κράτος στηρίζεται στο στρατιώτη.
|| υπάρχω, είμαι•на бумаге -ит печать στο χαρτί (έγγραφο) υπάρχει σφραγίδα.
10. κυρλξ. κ. μτφ. ακινητώ•вода в пруду всегда -ит το νερό στη δεξαμενή πάντοτε μένει ακίνητο (στέκεται)•
время не -ит ο χρόνος κυλάει•
работа -ит η δουλειά σταματά.
11. είμαι (για κατάσταση)•-ит жара είναι ζέστη•
комнаты -ят пустыми τα δωμάτια είναι άδεια•
-ит тишина είναι ησυχία•
погода -ит холодная ο καιρός είναι ψυχρός•
-ял полдень ήταν μεσημέρι•
-ло лето ήταν καλοκαίρι•
-ла ночь ήταν νύχτα.
|| δείχνω•барометр -ит на „ясно το βαρόμετρο δείχνει αίθριος.
12. διατηρούμαι, κρατώ•варенье может стоять долго το γλυκό του κουταλιού μπορεί να διατηρηθεί πολύν καιρό.
13. δε λειτουργώ•часы стоять το ρολόι δε δουλεύει (είναι σταματημένο).
|| μτφ. δεν προχωρώ• δεν προοδεύω, δεν πάω μπροστά•работа -ит η δουλειά δεν προχωρεί.
14. προστκ. стой(те) σταμάτα, -τάτε.εκφρ.стоять во главе – α) είμαι επικεφαλής, β) αρχηγεύω, είμαι, αρχηγός•стоять за спиной; стоять за кем:α) έχω στην καμπούρα μου• за моей спиной -ят шестьдесят лет – στην καμπούρα μου έχω εξήντα χρόνια.β) κρύβομαι, πίσω από κάποιον (προστατεύω, καθοδηγώ κρυφά)•стоять на карте ή на кону – επαφίεμαι στην τύχη•стоять на реальной ή тврдой почве – πατώ γερά, στηρίζομαι σταθερά•стоять над чьей душой; над кем – στέκομαι πάνω από το κεφάλι κάποιου (ενοχλώ), γίνομαι φόρτωμα σε κάποιον•стоять у власти – ασκώ την εξουσία, εξουσιάζω(κυβερνώ)•стоять у ворот ή у порога – πλησιάζω πολύ, επί θύραις•стоять близко к кому и стоять близко, около кого – α) συσχετίζομαι, συνδέομαι στενά, β) πρόσκειμαι•стоять вше кого – στέκομαι πάνω από κάποιον (είμαι ανώτερος κάποιου)•стоять выше чего – στέκομαι πάνω από κάτι (δε δίνω σημασία, προσοχή).
См. также в других словарях:
посту́женный — постуженный, ен, ена, ено, ены … Русское словесное ударение
посту́кать — аю, аешь; сов. разг. Стукать некоторое время; стукнуть несколько раз. Не находя нужного слова, он замолчал, постукал пальцами по столу. М. Горький, Мать. Чуть недосмотришь быть беде. И там поправь, и тут постукай, Подкуй, подбей Кузнец везде.… … Малый академический словарь
посту́кивание — я, ср. Действие по знач. глаг. постукивать, а также звуки этого действия. Постукивание маятника. □ Из дома стало слышно звонкое постукивание молотка по металлу. Панова, Времена года … Малый академический словарь
посту́кивать — аю, аешь; несов. Время от времени, слегка стукать, стучать. Марьяна, опустив голову, шла скорыми и ровными шагами , постукивая хворостинкой по кольям забора. Л. Толстой, Казаки. Когда Гек проснулся, колеса мерно постукивали под полом вагона.… … Малый академический словарь
посту́пок — пка, м. Намеренное действие, совершенное кем л. Самоотверженный поступок. □ Дело в том, что слова Рудина так и остаются словами и никогда не станут поступком. Тургенев, Рудин. Дядя Степа в этот раз Утопающего спас. За поступок благородный Все его … Малый академический словарь
На литературном посту — «НА ЛИТЕРАТУРНОМ ПОСТУ» журнал, издававшийся РАПП (ред. Г. Лелевич, Б. Волин, С. Родов) в Москве. Возник из реорганизованного журн. «На посту». Журн. «На посту» вел борьбу за пролет. литературу против буржуазных воззрений в литературе и… … Литературная энциклопедия
Деятельность Троцкого на посту наркомвоенмора (1918—1925) — Приложение к статье Троцкий, Лев Давидович В 1918 году Троцкий Л. Д. фактически возглавляет Красную армию в качестве наркомвоена (наркомвоенмора, предреввоенсовета), сохраняя этот пост в течение практически всей Гражданской войны. Вплоть до 1925… … Википедия
Деятельность Троцкого на посту наркомвоенмора (1918—1924) — Приложение к статье Троцкий, Лев Давидович В 1918 году Троцкий Л. Д. фактически возглавляет Красную армию в качестве наркомвоена (наркомвоенмора, предреввоенсовета), сохраняя этот пост в течение практически всей Гражданской войны. Вплоть до 1923… … Википедия
На литературном посту — («На литературном посту»,) советский журнал, издававшийся в Москве в 1926 32. До 1931 критико теоретический орган РАПП (выходил 2 раза в месяц), с 1931 массовый литературно критический журнал для рабочих литкружков (выходил 3 раза в… … Большая советская энциклопедия
Адемай на пограничном посту — Adémaï au poteau frontière … Википедия
Деятельность Троцкого на посту наркоминдела (1917—1918) — Приложение к статье Троцкий, Лев Давидович Троцкий Л. Д. получил в первом составе Совнаркома пост наркома по иностранным делам (наркоминдела). В этом качестве Троцкий сталкивается с задачей преодолеть сопротивление бастующих сотрудников бывшего… … Википедия